Η μεροληψία στην οποία η γραφή ευνοείται έναντι του λόγου ονομάστηκε γραφοκεντρισμός
(graphocentrism or scriptism). Σε πολλές εγγράμματες κουλτούρες, το κείμενο έχει υψηλότερο γόητρο από την ομιλία: η γραπτή γλώσσα θεωρείται συχνά ως το πρότυπο. Μέχρι την αρχή του εικοστού αιώνα, οι γλωσσολόγοι έτειναν να δίνουν προτεραιότητα στο γραπτό λόγο έναντι της ομιλίας: οι γραμματικοί κανόνες βασίζονταν στο γραπτό λόγο κι η καθημερινή ομιλία αγνοείτο σε μεγάλην έκταση. Η επίσημη παράδοση βασιζόταν στο γραπτό λόγο. Ο Marshall McLuhan, χρησιμοποιώντας τα λόγια του James Joyce, αναφέρθηκε στην 'ABCEDmindedness' – μιαν ασυνείδητη μεροληψία, που θεωρούσε ως ‘την ψυχολογική επίδραση της γραμματοσύνης’ (στον McNamara 1970, σελ. 8). Ο McLuhan τονίζει ειδικά το έντυπο, δηλώνοντας ότι «το έντυπο….είναι ένα μεταμορφωτικό και μετασχηματιστικό ναρκωτικό, που έχει τη δύναμη να επιβάλλει τις υποθέσεις του πάνω σε κάθε επίπεδο συνειδητοποίησης» (στον McNamara 1969, σελ. 175). Αποτελεί μεροληψία υπέρ της γραφής να αναφέρεται κανείς, όπως πολλοί διανοητές κάνουν, σε ‘προφορική λογοτεχνία’, ή σε οποιαδήποτε σημειωτικά συστήματα, γραπτά ή όχι, ως ‘κείμενα’.Μεροληψίες υπέρ του γραπτού ή έντυπου λόγου συνδέονται στενά με την ιεράρχηση της όρασης πάνω από την ακοή
, του ματιού πάνω από το αυτί, το οποίο ο Anthony Synnott ονόμασε ‘οφθαλμοκεντρισμό’ (Synnott 1993, σελ. 208). Ο Walter Ong σχολιάζει ότι «Επειδή έχομε ως σήμερα τόσο βαθειά υιοθετήσει τη γραφή, και την κάναμε τόσο πολύ μέρος του εαυτού μας…το βρίσκουμε δύσκολο να θεωρήσουμε τη γραφή ως τεχνολογία» (Ong 1982, σελ. 82). Προσθέτει ότι «Η απελευθέρωσή μας από το χειρογραφική και τυπογραφική μεροληψία….είναι πιθανόν δυσκολότερη απ’ όσο οποιοσδήποτε από μας μπορεί να φαντασθεί» (Ong 1982, σελ. 77).Μολονότι ιεραρχούσε τη λογική πάνω από τις αισθήσεις, μεταξύ των αισθήσεων ο Πλάτων έδινε προτεραιοτητα στην όραση
(Synnott 1993, σελ. 131). Κι όταν ο Αριστοτέλης αποφάσισε ότι έχουμε πέντε αισθήσεις, ιεράρχησε την όραση ρητά πάνω από την ακοή (Synott 1993, σελ. 132, 270; Classen 1993, σελ. 2-3). Στην πρώτη φράση των Μεταφυσικών του, ο Αριστοτέλης έγραψε: “από όλες τις αισθήσεις να έχεις εμπιστοσύνη μόνο στην όραση’. Αυτή η γενική μεροληψία υπέρ της όρασης και του ματιού διατηρήθηκε στους Δυτικούς πολιτισμούς κατά τη διάρκεια των αιώνων.Η σκέψη συνδέθηκε όλο και περισσότερο με οπτικές μεταφορές
: ‘η παρατήρηση’ ευνοεί τα οπτικά δεδομένα: ‘το φαινόμενον’ οφείλει την καταγωγή του στην ελληνική γλώσσα, στην έννοια της ‘έκθεσης στο φώς’ (Ong 1967, σελ. 74). Η λέξη ορισμός προέρχεται από το ρήμα ‘definire’, που σημαίνει σύρω μια γραμμή γύρω από κάτι (Ong 1967, σελ. 323). «Η όραση εξισώνεται με την κατανόηση και τη γνώση σε μεγάλο μέρος του λεξιλογίου μας: ενόραση, ιδέα, διαφωτίζω, φως, φωτίζω, ορατό, αντανακλώ, διαύγεια, επισκόπηση, οπτική, άποψη, όραμα, παρατήρηση, επίδειξη, εποπτεία, διορατικότητα’ (Synnott 1993, p. 208). Αναφερόμαστε στους έξυπνους ανθρώπους ως λαμπρούς, ή φωτεινά μυαλά και σαυτούς που δεν είναι ως στραβάδια. Άλλοι όροι που οι ρίζες τους είναι οπτικές περιλαμβάνουν: διορατικός, θεωρία, οραματίζομαι, διαφωτιστικός. Η όραση κι η λογική συνδέονταν στενά μεταξύ τους από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και συνδέονται ακόμη και στη χρήση της γλώσσας μας.Τα λαϊκά μας ρητά λένε πράγματα όπως ‘το να βλέπεις σημαίνει να πιστεύεις’ και ‘πίστευε τα μισά απ’ όσα βλέπεις και τίποτε απ’ όσα ακούς’
. Τα κλισέ μας οδηγούν να λέμε ‘δες και μόνος σου’, ‘άσε με να δώ’, ‘υπάρχουν περισσότερα σαυτό απ’ όσα βλέπεις’, ‘δεν μπορούσα να πιστέψω τα μάτια μου’ και ‘θα το πιστέψω όταν το δω με τα μάτια μου’. Λέμε ‘βλέπω’ όταν καταλαβαίνουμε κάτι. Λέμε ‘κοίτα με στα μάτια’ όταν ζητούμε ειλικρίνεια. Λέμε στους φίλους μας ‘χαίρομαι που σε βλέπω’ και ‘εις το επανιδείν’. Μπορούμε να ερωτευθούμε ‘με την πρώτη ματιά’ ή να απορούμε ‘τι βλέπει σαυτόν;’ Φανταζόμαστε καταστάσεις ‘στο μάτι του μυαλού μας’. Βγάλε τα συμπεράσματά σου’’Βλέπεις τι εννοώ’; Όταν ζητήθηκε από σπουδαστές να ορίσουν ποιά αίσθηση θα ήθελαν λιγότερο να χάσουν, το 75% απάντησε την όραση (Synnott 1993, p. 207).Πολλοί σχολιαστές ισχυρίζονται ότι η λογοτεχνία κι ο γραπτός λόγος έχουν παίξει κύριο ρόλο στην εξύψωση του ματιού σε τέτοια προτεραιότητα, ως τρόπου γνώσης
. Ο ανθρωπολόγος Edmund Carpenter βεβαιώνει ότι «η γραμματοσύνη ορχήστρωσε τις αισθήσεις υπό έναν μόνο διευθυντή: την όραση. Ενθρόνισε την όραση σε σημείο που μόνο αυτήν εμπιστευόμαστε. Κάθε αλήθεια αναμενόταν να συμμορφώνεται με την παρατηρούμενη εμπειρία…Η όραση υπερίσχυσε κι όλες οι άλλες αισθήσεις υποτάχθηκαν σαυτήν» (Carpenter 1976, σελ. 42). Η πρωτοκαθεδρία της όρασης έχει συνδεθεί στενά με την άνοδο της επιστήμης (Classen 1993 σελ. 6).Ο γραφοκεντρισμός συνεπάγεται συχνά μιαν άκριτη εξίσωση της γραφής με την πρόοδο
, της μεγέθυνσης με την ανάπτυξη. Οι «προ-εγγράμματες’ κοινωνίες μπορεί να θεωρηθούν ως ευρισκόμενες σε χαμηλότερο στάδιο ανάπτυξης από τη δική μας. Οι μη εγγράμματες κοινωνίας και τα άτομα μπορούν να ορισθούν αρνητικά από την ‘έλλειψη’ γραφής. Η εύνοια της γραμματοσύνης συνεπάγεται το χαρακτηρισμό της μισής ανθρωπότητας ως ‘κατώτερης’. Ο Walter Ong δηλώνει ότι «αυτοί που νομίζουν ότι το κείμενο είναι το πρότυπο κάθε διαλόγου, πρέπει να αντιμετωπίσουν το γεγονός, ότι μόνο μια ελάχιστη μερίδα γλωσσών έχουν γραφεί ή θα γραφτούν ποτέ. Οι περισσότερες εξαφανίστηκαν ή εξαφανίζονται γρήγορα, ανέγγιχτες από την κειμενικότητα. Η σκληρή κειμενικότητα είναι σνομπισμός, που δύσκολα κρύβεται τις περισσότερες φορές» (Ong 1986, σελ. 26). Ο Roy Harris γράφει ότι «από τις χιλιάδες γλώσσες που μιλήθηκαν σε διάφορες περιόδους σε διάφορα μέρη της γης, λιγότερες από μια στις δέκα ανέπτυξαν ποτέ μιαν εγχώρια έγγραφη μορφή. Από αυτές, εκείνες που παρήγαν ένα αξιόλογο σώμα λογοτεχνίας ίσα που υπερβαίνουν τις εκατό» (Harris 1986, p. 15).Τα δυτικά εκπαιδευτικά συστήματα έχουν σωστά κατηγορηθεί από τον
Roy Harris για ‘μεροληψία υπέρ του γραπτού’ (αναφέρεται στο Finnegan 1988, σελ. 179). Οι εκπαιδευτικοί μας οργανισμοί έχουν έμμονη ιδέα με την πρωτοκαθεδρία του γραπτού λόγου. Ο γραφοκεντρισμός είναι δύσκολο να αποφευχθεί, αφού διαμορφωνόμαστε από τη γραφή. Ο Ong ισχυρίζεται ότι ‘το γεγονός ότι δεν αισθανόμαστε συνήθως την επίδραση της γραφής στη σκέψη μας, δείχνει ότι έχουμε υιοθετήσει την τεχνολογία της γραφής τόσο βαθειά, που χωρίς τρομερή προσπάθεια δεν μπορούμε να την ξεχωρίσουμε από τους εαυτούς μας ή και να αναγνωρίσουμε ακόμη την παρουσία και την επίδρασή της’ (Ong 1986, σελ. 24).Δεδομένων των μεροληψιών που τόσο συχνά απαντάμε ή που ασυνείδητα υιοθετούμε
, είναι ίσως χρήσιμο να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας, ότι η γραφή δεν είναι ‘καλύτερη’ από την ομιλία, ούτε και το αντιθετο – η ομιλία κι η γραφή πρέπει να αναγνωρίζονται ως διαφορετικά μέσα με διαφορετικές λειτουργίες.