Στην αρχή της δεκαετίας του
1960, δημοσιεύθηκαν μερικά σημαντικά βιβλία και δοκίμια για το θέμα των προφορικών έναντι των εγγράμματων πολιτισμών. Σ’αυτά περιλαμβανόταν το βιβλίο «Το άγριο μυαλό» του γάλλου στρουκτουραλιστή ανθρωπολόγου Claude Levi-Strauss, ένα δοκίμιο «Οι συνέπειες της εγγραμματοσύνης» του άγγλου ανθρωπολόγου Jack Goody και του συνεργάτη του ιστορικού της λογοτεχνίας Ian Watt, «ο Γαλαξίας του Γκούτεμπεργκ» του Marshall McLuhan, κι ο «Πρόλογος στον Πλάτωνα» του Eric Havelock. Αυτά τα έργα, έκτοτε και πολλά άλλα, έφεραν στο προσκήνιο το θέμα του τι χαρακτηρίζεται προφορικό και τι εγγράμματο στις πολιτιστικές συζητήσεις. Είναι ένα ερεθιστικό αλλά επίμαχο θέμα με σημαντικές επιπτώσεις για κάποιον που ενδιαφέρεται για την εγγραμματοσύνη. Ρίχνει φως, παραδείγματος χάριν, σε κάποιες από τις επιδράσεις, που πλαισιώνουν το διαδεδομένο και κυρίαρχο παρανοϊκό μύθο της δήθεν παρακμής της εγγραμματοσύνης (ίδε Graff 1987).Κάποιος έγραψε κάποτε προσφυώς, ότι ο κόσμος διαιρείται σαυτούς που διαιρούν τους ανθρώπους σε δύο τύπους και σαυτούς που δεν το κάνουν
. Ένας από αυτούς που το κάνουν, βεβαιώνει ότι οι άνθρωποι είναι είτε ακουστικοί τύποι είτε οπτικοί τύποι (Tardif, αναφέρεται στο Synnott 1993, p. 129). Αυτό αποτελεί χρήσιμη εισαγωγή για τα δύο κύρια θέματά μας εδώ: διχοτομήσεις έναντι συνεχών συνόλων και αυτί έναντι ματιού. Πράγματι, μερικοί θεωρητικοί ισχυρίστηκαν, ότι μια αύξουσα εμμονή στο οπτικό, είναι η αιτία που μας οδήγησε να ευνοούμε τη διαίρεση των πραγμάτων σε ακριβείς κατηγορίες. Παραδείγματος χάριν, το ότι έχουμε πέντε αισθήσεις αποτελεί μόνο μια ταξινομική σύμβαση.Οι θεωρητικοί, που ασχολούνται με τη συγκριτική ανάλυση των μορφών επικοινωνίας, υποθέτουν συχνά ή αναφέρονται σε μιά δυαδική διαίρεση ή διχοτομία μεταξύ διαφόρων ειδών κοινωνίας ή ανθρώπινης εμπειρίας
: ‘πρωτόγονο’ αντί ‘πολιτισμένου’, ‘απλό’ αντί ‘προωθημένου’, ‘προ-λογικό’ αντί ‘λογικού’, ‘προ-ορθολογικό’ αντί ‘ορθολογικού’, προ-αναλυτικό’ αντί ‘αναλυτικού’, ‘μυθοποιητικό’ αντί ‘λογικο-εμπειρικού’, ‘παραδοσιακό’ αντί ‘μοντέρνου’, ‘συγκεκριμένο’ αντί ‘επιστημονικού’, ‘προφορικό’ αντί ‘οπτικού’, ή ‘προ-εγγράμματο’ αντί ‘εγγράμματου’. Τέτοια ζεύγη θεωρούνται συχνά ως σχεδόν εναλλακτικά: έτσι ο μοντερνισμός ισούται με το προωθημένο, ισούται με τον πολιτισμό, ισούται με τη γραμματοσύνη, ισούται με τον ορθολογισμό και ούτω καθεξής. Ο Lucien Levy-Bruhl ξεσήκωσε μια θύελλα διαμαρτυριών, νωρίς στον αιώνα μας χαρακτηρίζοντας ‘προ-λογική’ τη σκέψη των ανθρώπων στις κυνηγο-συλλεκτικές κοινωνίες. Αυτό δεν ήταν τόσο εκπληκτικό, δεδομένου ότι η εμφανής συνέπεια, ότι μερικοί άνθρωποι είναι διανοητική υποδεέστεροι, έχει τρομακτικές πολιτικές συνέπειες.Οι δυαδικές θεωρήσεις αναφέρονται ως θεωρίες της «μεγάλης διαίρεσης». Τέτοιες θεωρίες τείνουν να εισηγούνται ριζικές
, βαθειές και βασικές διαφορές μεταξύ τρόπων σκέψης των μη-εγγραμμάτων και εγγραμμάτων κοινωνιών. Συνδέονται συχνά με προσπάθειες να αναπτυχθούν μεγαλεπήβολες θεωρίες κοινωνικής οργάνωσης και ανάπτυξης. Οι δυαδισμοί έχουν εξέχουσα θέση στα σχόλια των στρουκτουραλιστών θεωρητικών. Όπως όλες οι μορφές απλούστευσης μπορεί να είναι ερμηνευτικά διαφωτιστικές. Αλλά, ο οξύς διαχωρισμός της ιστορικής συνέχειας σε περιόδους ‘πριν’ και ‘μετά’ μια τεχνολογική καινοτομία, όπως η γραφή, υπονοεί την ντετερμινιστική έννοια της πρωτοκαθεδρίας των ‘επαναστάσεων’ στην τεχνολογία επικοινωνιών. Κι οι διαφορές τείνουν να μεγαλοποιούνται.Μια άμυνα της θεωρίας των μεγάλων διαιρέσεων ανέλαβε ο
Jack Goody, εισηγούμενος ότι, το να αρνείται κανείς οποιαδήποτε σημαντική διάκριση μεταξύ μη-εγγραμμάτων και εγγραμμάτων κοινωνιών, σημαίνει ότι υιοθετεί τη θέση της πολιτιστικής σχετικότητας, που επικρίθηκε ευρύτατα (Goody et al. 1968, p. 67). Ο Goody ισχυρίζεται ότι ‘γενικές’ μάλλον παρά ριζικές διαφορές υπάρχουν ακόμη μεταξύ μη-εγγραμμάτων και εγγραμμάτων πολιτισμών, οι οποίες είναι μεγαλύτερες από τις διαφορές που μπορεί να βρει κανείς μεταξύ διαφόρων εγγραμμάτων πολιτισμών στην πράξη. Μια άλλη αντίδραση στις επικρίσεις της μεγάλης διαίρεσης προσφέρεται από τους David Olson και Angela Hildyard. Οι σχολιαστές αυτοί, πεπεισμένοι για τον κυρίαρχο ρόλο της εγγραμματοσύνης στην ανάπτυξη της διανοητικής ικανότητας, δηλώνουν ότι, αν δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ προ-εγγράμματης και εγγράμματης νοοτροπίας, τότε δε θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε την υποχρεωτική εκπαίδευση (Olson & Hildyard 1978 που αναφέρεται στο Street 1984, σελ. 19). Θα προτιμούσαν σαφώς να μην αναγνωρίσουν ως κύρια λειτουργία της εκπαίδευσης τον έλεγχο της κοινωνίας υπέρ των συμφερόντων της άρχουσας ελίτ (ίδε Graff 1987).Ο
Harvey Graff αναφέρεται στην ‘τυραννία της εννοιολογικής διαίρεσης’ – όπως εγγράμματος και αγράμματος, γραπτός και προφορικός, έντυπος και χειρόγραφος – στη μελέτη και την ερμηνείας της γραμματοσύνης. Δηλώνει ότι ‘κανένα από αυτά τα πολικά αντίθετα δεν περιγράφει πραγματικές καταστάσεις με χρήσιμο τρόπο. Όλες τους, πράγματι, αποκλείουν την κατανόηση του περιβάλλοντος» (Graff 1987, σελ. 24). Οι ερμηνευτικές εναλλακτικές των θεωριών της ‘Μεγάλης Διαίρεσης» ονομάζονται μερικές φορές ‘Θεωρίες Συνεχείας’: αυτές τονίζουν το ‘συνεχές φάσμα’ αντί για τη ριζική ασυνέχεια μεταξύ προφορικών και γραπτών τρόπων επικοινωνίας, και μια συνεχή δυναμική διάδραση μεταξύ διαφόρων μέσων (Finnegan 1988, σελ. 139, 175).Ένας απολογητής της θεωρίας της μεγάλης διαίρεσης επιμένει ότι οι θεωρίες συνεχείας υποστηρίζουν ότι «η προφορικότητα και η γραμματοσύνη είναι ουσιαστικά ισότιμα γλωσσικά μέσα για την εκτέλεση ομοίων λειτουργιών
. Ψυχολογικά οι διαφορές τους δεν είναι σημαντικές…Ο ρόλος της γραμματοσύνης είναι περισσότερο κοινωνικός και θεσμικός παρά ψυχολογικός ή γλωσσικός». Από την άλλη πλευρά, οι θεωρίες της μεγάλης διαίρεσης ισχυρίζονται «ότι η προφορικότητα και η γραμματοσύνη, ενώ σε μεγάλο βαθμό είναι διαδρασιακές…επιτρέπουν παλιές λειτουργίες να γίνονται με νέους τρόπους και φέρνουν νέες λειτουργίες στον ορίζοντα. Κάνοντάς το, οργανώνουν εκ νέου τις ψυχολογικές διαδικασίες και την κοινωνική οργάνωση» (Olson & Torrance 1991, p. 7).Οι διαπολιτισμικοί γνωστικοί ψυχολόγοι
Michael Cole και Sylvia Scribner, στο σημαντικό τους βιβλίο για την Ψυχολογία της Γραμματοσύνης (1981), απέφυγαν τόσο τη θέση ότι η σκέψη σε προφορικό και γραπτό τρόπο είναι βασικά η ίδια όσο επίσης τη ‘μεγάλη γνωστική διαίρεση’. Σημειώνουν με μεγαλύτερη μετριοφροσύνη, βασιζόμενοι στην έρευνα που έκαναν στο λαό των Βάι της Λιβερίας, ότι η γραμματοσύνη εκεί φάνηκε να μην έχει γενικά γνωστικές συνέπειες. Η έρευνά τους αντιτέθηκε στην κοινή άποψη ότι η γραμματοσύνη οδηγεί αναπότρεπτα σε υψηλότερες μορφές σκέψης. «Σε κανένα έργο – λογική, αφαίρεση, μνήμη, επικοινωνία – δε βρήκαμε όλους τους μη γραμματισμένους να αποδίδουν λιγότερο από όλους τους εγγράμματους… Μπορούμε, και ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι η γραμματοσύνη προωθεί δεξιότητες μεταξύ των Βάι, αλλά δεν μπορούμε και δεν ισχυριζόμαστε ότι η γραμματοσύνη είναι αναγκαία και επαρκής συνθήκη για κάποια από τις δεξιότητες που αξιολογήσαμε’ (Cole & Scribner 1981, p. 251). Βρήκαν επίσης ότι ήταν η εκπαίδευση μάλλον και όχι η γραμματοσύνη που φάνηκε να αποτελεί σημαντική αιτία για μερικές αλλαγές στις γνωστικές δεξιότητες, που περιλαμβάνονται στις λογικές λειτουργίες της γλώσσας. Υποστήριξαν ότι ‘η τάση των εκπαιδευμένων πληθυσμών, να γενικεύουν σε μια σειρά προβλήματων, συνέβαινε, επειδή η εκπαίδευση έδινε στους ανθρώπου πολλή εμπειρία στο χειρισμό των ατομικών μαθησιακών προβλημάτων ως περιπτώσεων γενικών τάξεων προβλημάτων». Έδωσαν έμφαση στη σημασία του να εξετάζεις τη χρήση της γραμματοσύνης σε διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια, και συμπέραναν μόνον, ότι ‘συγκεκριμένες πρακτικές προωθούν συγκεκριμένες δεξιότητες’.Μερικά σχόλια αναφέρονται σε ιδεατούς τύπους κοινωνίας
, ως εαν η ‘προφορικότητα’ και η ‘γραμματοσύνη’ να ήταν διχοτομίες ή πολικά αντίθετα. Διχοτομίες και πόλωση γίνονται συχνά επίτηδες για να απλοποιούν θεωρήσεις πολιτιστικής ποικιλίας. Έτσι, πολιτισμοί που χαρακτηρίζονται ως αντιπροσωπευτικοί της ‘προφορικότητας’ είναι μικροί, αγροτικοί, κοινοτικοί, μη ατομικιστικοί, αυταρχικοί και κονφορμιστικοί, ενώ αυτοί που χαρακτηρίζονται ως δείγματα ‘γραμματοσύνης’ είναι μεγάλοι, αστικοί, βιομηχανικοί, ατομικιστικοί, ετερογενείς, και ορθολογικοί. Η αντιπαράθεση των κοινωνιών μπορεί να είναι διαφωτιστική, ειδικά στο να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε τις δικές μας πολιτιστικές υποθέσεις, που παίρνουμε ως δεδομένες. Αλλά οι διακρίσεις μεταξύ εγγραμμάτων και μη γραμματισμένων κοινωνιών (ή φάσεων στη δική μας κοινωνία) δεν είναι τόσο ξεκάθαρες, όσο υποτίθεται συχνά. Και μερικά χαρακτηριστικά των μη εγγραμμάτων κοινωνιών δεν μπορούν απλώς να αποδοθούν σε αγραμματοσύνη.Αυτοί που ζούν σε αγράμματες κοινωνίες δεν σκέπτονται αναγκαία με τρόπους θεμελιωδώς διαφορετικούς από αυτούς των εγγράμματων κοινωνιών
, όπως υποτίθεται συνήθως. Σαφώς υπάρχουν διαφορές συμπεριφοράς και τρόπων έκφρασης, αλλά οι ψυχολογικές διαφορές μεγαλοποιούνται συχνά. Αν κι ένας σχολιαστής, ο Peter Denny, ισχυρίζεται ότι η ‘αφαίρεση του πλαισίου’ μοιάζει να είναι διακριτικό γνώρισμα της σκέψης των δυτικών εγγράμματων κοινωνιών, επιμένει πάντως ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά για ορθολογισμό, λογική, γενίκευση, αφαίρεση, θεωρία, πρόθεση, αιτιώδη σκέψη, ταξινόμηση, εξήγηση και πρωτοτυπία (στον Olson & Torrance 1991, p. 81). Όλες αυτές οι ιδιότητες μπορούν να βρεθούν σε προφορικούς όσο και σε εγγράμματους πολιτισμούς.Είναι σημαντικό να έχει κανείς συνείδηση των ομοιοτήτων και των διαφορών μεταξύ αγράμματων πολιτισμών και του δικού μας
. Και δε θα έπρεπε να μεγαλοποιούμε τις ομοιότητες μεταξύ διαφόρων μη-εγγράμματων κοινωνιών, ή πράγματι μεταξύ εγγράμματων κοινωνιών, όπως οι επιγραφές αυτές μας ενθαρρύνουν να κάνουμε. Η διαφορά μεταξύ μη εγγραμμάτων κοινωνιών μπορεί να είναι εντυπωσιακή, όπως κι η διαφορά μεταξύ εγγραμμάτων και μη εγγραμμάτων κοινωνιών. Και μπορεί να υπάρχει μεγάλη ποικιλία τρόπων ‘προφορικότητας’ και ‘γραμματοσύνης’ μέσα σε μια μικρή κοινωνία. Ακόμη κι οι πρακτικές των ατόμων στη χρησιμοποίηση των τρόπων αυτών επικοινωνίας μπορεί να επιδεικνύουν σημαντική ποικιλία από κατάσταση σε κατάσταση.Υπάρχει ένας πραγματικός κίνδυνος ότι το να βλέπεις τις μη εγγράμματες κοινωνίες ως διαφορετικές από τη δική μας
, μπορεί να συνδέεται με το να βλέπεις αυτούς που ζούν σε τέτοιες κοινωνίες ως υποδεέστερους από εμάς. Η έννοια της ‘πρωτόγονης νοοτροπίας’ απορρίπεται τώρα από πλείστους ανθρωπολόγους, αν κι επιζεί μεταξύ μερικών συντηρητικών θεωρητικών. Κι ο εναλλακτικός κίνδυνος του να ρομαντικοποιούμε τις ‘προφορικές’ κοινωνίες ως περισσότερο ‘φυσικές’ από αυτές στις οποίες ζούμε, δεν δημιουργεί λιγότερα προβλήματα.Υπάρχουν μερικά βιβλία που προσφέρουν θαυμάσια διορθωτικά για τις ‘άγριες γενικεύσεις’ μερικών λιγότερο κριτικών συγγραφέων, σχετικά με τη γραμματοσύνη και την προφορικότητα
. Συνιστώ ειδικά το «Γραμματοσύνη και Προφορικότητα» της Ruth Finnegan το «Η γραμματοσύνη στη Θεωρία και την Πρακτική» του Brian Street, και το «Η Ψυχολογία της Γραμματοσύνης» των Michael Cole και Sylvia Scribner και το «Ο λαβύρινθος της Γραμματοσύνης» του Harvey Graff. Ενώ δίνει έμφαση στην πρωταρχική σημασία των σοβαρών μελετών για τις πραγματικές χρήσεις της προφορικότητας και της γραμματοσύνης, ο Finnegan συμπεραίνει ότι «το να αναζητάς επαναλαμβανόμενα σχέδια και διαφορές, μπορεί να είναι διαφωτιστικό για τη μελέτη των ανθρώπινων κοινωνιών, ακόμη κι αν έπρεπε να τις χειρίζεσαι με προσοχή, και (όπως θα υποστήριζα εγώ) να αποφεύγεις την ιδέα ότι υπάρχουν οικουμενικά εφαρμοζόμενοι αιτιοκρατικοί μηχανισμοί, που βασίζονται σε ειδικές τεχνολογίες» (Finnegan 1988, σελ. 168).
Προφορικός λόγος Written word ακουστικός οπτικός μη μονιμότης μη μονιμότης ρευστός σταθερός ρυθμικός ταξινομημένος υποκειμενικός αντικειμενικός ανακριβής ποσοτικός ηχηρός αφηρημένος χρόνος χώρος παρόν αχρονικός συμμετοχικός αποστασιοποιημένος κοινοτικός ατομικό Μερικές διαιρέσεις του αυτιού και του ματιού
(Πηγές: McLuhan 1962, 19, Ong 1967, 34, 73, 92, Postman 1979, 35). Σημειώστε ότι ενώ η ομιλία παρουσιάζεται συχνά ως ‘θερμή’ κι η γραφή ως ‘ψυχρή’ ο McLuhan αντέστρεψε την θέση αυτή.
Υπάρχουν σαφώς ουσιώδεις τεχνικές διαφορές μεταξύ του μέσου της γραφής και του μέσου της ομιλίας
, που συνιστούν περιορισμούς στους τρόπους, με τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιηθούν, αλλά δεν επιθυμώ να υιοθετήσω τη θέση του σκληρού τεχνολογικού ντετερμινισμού, σύμφωνα με τον οποίον, τέτοια χαρακτηριστικά θα έπρεπε να προσδιορίζουν απόλυτα και τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιούνται.
Όποιοι κι αν είναι οι τεχνικοί περιορισμοί του μέσου
, είναι χρήσιμο να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας το κοινωνικό πλαίσιο της χρήσης τους. Χρειάζεται να εξετάζουμε τη συνολική ‘οικολογία’ των διαδικασιών μεσολάβησης, όπου η συμπεριφορά μας δεν καθορίζεται τεχνολογικά, αλλά όπου χρησιμοποιούμε ένα μέσο και ταυτόχρονα μπορούμε να επηρεαζόμαστε αδιόρατα από τη χρήση που του κάνουμε.