Στις θεωρίες των μέσων που συναντά κανείς
, είναι σημαντικό να σημειώνει ερμηνευτικές μεροληψίες, όπως αυτές που αφορούν την προφορικότητα και τη γραμματοσύνη, ή το αυτί και το μάτι. Είναι επίσης σημαντικό να εξετάζει ποιές μπορεί να είναι οι μεροληψίες του. Δεν μπορούμε να γράφουμε ‘αμερόληπτα’, αλλά μπορούμε να μάθουμε να έχουμε περισσότερη συνείδηση των μεροληψιών μας, να τις κάνουμε πιο ρητές για τους άλλους, και να σκεφτόμαστε με περισσότερο κριτικό πνεύμα για τις επιπτώσεις τους. Αυτός είναι ένας σκοπός που τείνει να ξεχωρίζει την κοινωνική επιστήμη από τις τέχνες, όπως είναι η λογοτεχνική κριτική.Αντανακλώντας μια βαθειά προφορική παράδοση
, ο άγιος Αμβρόσιος του Μιλάνου έγραψε ότι «η όραση πλανάται συχνά, η ακοή χρησιμεύει ως εγγύηση» (στον Ong 1967, σελ. 53). Στον 20ό αιώνα οι γλωσσολόγοι κινήθηκαν από μια προγενέστερη θέση, όπου έτειναν να δώσουν προτεραιότητα στη γραφή, σε μιαν άλλη όπου η γραφή εμφανιζόταν απλώς ως ‘αντανάκλαση’ της ομιλίας. Ο Leonard Bloomfield (1887-1949), ένας από τους πιο σημαντικούς γλωσσολόγους του πρώτου ημίσεος του 20ού αιώνα, δήλωσε ότι ‘η γραφή δεν είναι γλώσσα, αλλά απλώς ένας τρόπος καταγραφής της γλώσσας’ (1933: σελ. 219). Σε τέτοιες δηλώσεις, ο όρος ‘γλώσσα’ σαφώς αναφέρεται στην προφορική γλώσσα. Πολλοί θεωρητικοί της επικοινωνίας ευνοούν ανοιχτά ή κρυφά το γραπτό λόγο έναντι του προφορικού. Σαφώς η χρήση του προφορικού λόγου προηγείται, από αναπτυξιακή άποψη, κάθε εκμάθησης ανάγνωσης και γραφής, είτε από άτομα, συγκεκριμένους πολιτισμούς ή από το ανθρώπινο είδος. Αλλά όπου δίδεται στην ομιλία μεγαλύτερη αίγλη απ’ ότι στη γραφή, αυτό αποτελεί γενικά ‘φωνοκεντρική μεροληψία’.Μερικοί θεωρητικοί
, παραδείγματος χάριν, αναφέρονται στην ομιλία ως ‘κύρια’ και στη γραφή ως ‘δευτερεύουσα’, αλλά αν εκείνο που εννοείται είναι ότι η γραφή αποτελεί ‘καταγεγραμμένη ομιλία’, αυτό δεν είναι καθόλου σωστό. Η υπόθεση ότι η γραφή είναι ομιλία γραπτή, περιέχει μια μεροληψία που εξισώνει τη γραφή με την αλφαβητική γραφή. Αλλά όπως σημείωσε ο Roy Harris, ‘η ανάπτυξη της αλφαβήτου αποτελεί ένα συγκριτικά μεταγενέστερο γεγονός στην εξέλιξη της γραφής. Διάφοροι πολιτισμοί, με μακρά ιστορία γραφής, δεν ανέπτυξαν ποτέ συστήματα συγκρίσιμα με αυτό της αλφαβήτου” (Harris 1986, p. 27).Μερικοί συγγραφείς αναφέρονται στην ομιλία ως περισσότερο ‘φυσική’ ή ακόμη πιο κοντά στην ‘πραγματικότητα’ από τη γραφή
. Μια σιωπηρή μεροληψία βρίσκεται σε μερικούς συγγραφείς που αναφέρονται στην ομιλία ως ‘γλώσσα’ αλλά στη γραφή ως ‘γραπτή γλώσσα’. Φωνοκεντρικοί συγγραφείς μπορεί επίσης να έχουν την τάση να τονίζουν ότι η γραφή είναι μια τεχνολογία, αλλά ότι η ομιλία δεν είναι, και μπορεί να είναι σιωπηρά αντι-τεχνολογική.Ο
Marshall McLuhan ισχυρίστηκε ότι συνετελέσθη κατά την Αναγέννηση μια μεταβολή από έναν κατά κύριο λόγο προφορικό/ ακουστικό τρόπο αντίληψης του κόσμου σε έναν κυρίως οπτικό τρόπο. Θεώρησε ότι η μεταβολή αυτή στις ‘σχέσεις αισθήσεων’ στο ‘ανθρώπινο αισθητικό φάσμα’ επισπεύσθηκε κυρίως από τη διάδοση της τυπογραφίας. «Με την έλευση του τυπωμένου λόγου, οι οπτικοί τρόποι της δυτικής ζωής αυξήθηκαν πέρα απ’ οτιδήποτε είχε βιωθεί σε οποιαδήποτε προγενέστερη κοινωνία» (στο Sanderson & MacDonald 1989, σελ. 36).Ο φωνοκεντρισμός συνδέεται συχνά με μια ρομαντική θεώρηση των ‘προ
-εγγράμματων’ πολιτισμών ή της ‘προ-εγγράμματης’ φάσης της παιδικής ηλικίας στην εγγράμματη κοινωνία. Ο ανθρωπολόγος Claude Lιvi-Strauss (γεν 1908), κυρίως στο έργο του Tristes Tropiques, συνδέει νοσταλγικά τη γνώση της γραφής με μιαν απώλεια αθωότητας. Αυτή η ρομαντική θεώρηση της ‘ολότητας’ των μη-εγγράμματων τρόπων ζωής από μερικούς δυτικούς διανοητές συνδέθηκε πιθανότατα με μιαν αίσθηση ψυχικής αποξένωσης, που ίσως οφείλει κάτι στην αυτονομία των τυπωμένων κειμένων (Eric Leed, στον Woodward 1980). Ο McLuhan επιμένει ότι «στο διάλογο…. το να λες ψέμματα είναι πολύ δυσκολότερο από ότι στη γραφή» (McLuhan & Watson 1970, σελ. 30).
Ο
Ferdinand de Saussure (1857-1913), ένας από τους θεμελιωτές της γλωσσολογίας, είδε το γραπτό λόγο ως θεμελιώδη για τη σκέψη. Οι καταγωγές μιας τέτοιας θέσης μπορεί να βρεθούν στα γραφόμενα του Πλάτωνα. Ο Πλάτων, στο Φαίδρο (c. 411-404 BC) είδε την τεχνολογία της γραφής ως μιαν εξαιρετική απειλή. Αποτελούσε απειλή για τη σημασία της ανθρώπινης μνήμης. «Αυτοί που την αποκτούν (τη γραφή) θα πάψουν να ασκούν τη μνήμη τους και θα γίνουν επιλήσμονες. Θα επαφίενται στη γραφή για να βρουν πράγματα που θα θυμούνται με εξωτερικά σημεία αντί να χρησιμοποιούν τους δικούς τους εσωτερικούς πόρους’. Μέ άλλα λόγια, όπως οι κριτικοί κατηγορούν συχνά την τηλεόραση σήμερα, η γραφή κάνει τους χρήστες ιδιαίτερα παθητικούς. Ήταν ‘αφροσύνη να υποθέτει κανείς ότι θα μπορούσε «να μεταδώσει ή να αποκτήσει σαφή και βέβαιη γνώση μιας τέχνης μέσω της γραφής»Για τον Πλάτωνα
, η γραφή ήταν μια απειλή για το σύστημα της εκπαίδευσης. Οι μαθητές που εξηρτώντο από το γραπτό κείμενο θα «έπαιρναν πολλή πληροφορία χωρίς κατάλληλη διδασκαλία». Κι οι συγγραφείς συγγραμμάτων θα είχαν προβλήματα, επειδή ο γραπτός λόγος ήταν «εντελώς ανίκανος να αυτοαμύνεται ή να αυτοϋποστηρίζεται». Είναι ειρωνία που ο Πλάτων άφησε γραπτά τα λόγια αυτά. Ο φιλόσοφος Jean-Jacques Rousseau δήλωσε ότι «τα βιβλία μας μαθαίνουν να μιλούμε για πράγματα, για τα οποία δεν ξέρουμε τίποτε» (Emile 1762), κι ισχυρίστηκε στο The Origin of Language ότι η γραφή θα απανθρωποποιούσε τη γλώσσα αποχωρίζοντας τους συγγραφείς από τα κείμενά τους. Η άποψη του Rousseau ήταν φωνοκεντρική.Η άποψη του ρήτορα
Walter Ong είναι βασικά φωνοκεντρική. Δίνει έμφαση στο ότι, εκτός αν θεωρήσουμε τα πρωτόγονα ορνιθοσκαλίσματα ως γραφή, «η ομιλία είναι παλιά, αρχαία. Η γραφή είναι πολύ καινούργια – έχοντας μείνει μαζί μας για 5.000 χρόνια μόνο, ή για το 0.5% της ύπαρξης του ανθρώπου» (Ong 1986, σελ. 34). Ο Ong αναφέρεται επανειλημμένα στην προφορικότητα ως ‘φυσική’ και στη γραφή ως ‘τεχνητή’ (π.χ. Ong 1982, σελ. 82). Και μολονότι σε πολλές περιστάσεις παραδέχεται ότι «το να λές ότι η γραφή είναι τεχνητή, δε σημαίνει ότι την καταδικάζεις, αλλά ότι την επαινείς» (Ong 1982, p. 82), σημειώνοντας ότι και η μουσική είναι τεχνολογία, ενώ δεν είναι καθόλου απάνθρωπη, οι βασικές του συμπάθειες είναι σαφείς. Αναφέρει το γραπτό κείμενο ως ‘νεκρό’ και την ομιλία ως πιό ‘αληθινή’ (Ong 1986, σελ. 31, 30; 1982, σελ. 81, 101).Ο
Ong δηλώνει ότι «ο ήχος είναι πιο πραγματικός ή υπαρκτός από τα άλλα αντικείμενα αισθήσεων, παρά το γεγονός ότι εξαφανίζεται επίσης αμεσότερα. Ο ήχος καθ’εαυτόν σχετίζεται με την παρούσα συγκυρία μάλλον παρά με το παρελθόν ή το μέλλον. Πρέπει να προέρχεται από μια πηγή διακριτά ενεργή, εδώ και τώρα, με το αποτέλεσμα ότι η εμπλοκή με τον ήχο είναι εμπλοκή με το παρόν, με την εδώ και τώρα ύπαρξη και δράση» (Ong 1967, σελ. 111). Προσθέτει ότι: «Η φωνή είναι ζωντανή» (Ong 1967, σελ. 309).Η ιδέα ότι η ομιλία είναι πιο αληθινή
, φαίνεται να σχετίζεται με την ιδέα, ότι η ομιλία συνεπάγεται λιγότερο μεσολαβημένη πρόσβαση στον εξωτερικό κόσμο. Ο Ong γράφει ότι «η γραφή διαχωρίζει αυτόν που γνωρίζει, από το αυτό που είναι γνωστό» (Ong 1986, σελ. 37), και μολονότι παραδέχεται, ότι όλες οι χρήσεις της γλώσσας το κάνουν, περιλαμβανομένης της ομιλίας, επιμένει ότι η γραφή βαθαίνει το διαχωρισμό αυτό. Αναγνωρίζει ότι αποτελεί πλεονέκτημα το ότι το κάνει, υποθέτοντας ότι ‘προωθεί την «αντικειμενικότητα»’ (Ong 1986, σελ. 37). Αλλά επιμένει ότι «σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς, ο προφορικός λόγος εμφανίζεται ως το κοντινότερο αισθητικό ισοδύναμο της πλήρως ανεπτυγμένης εσωτερικής σκέψης. Η σκέψη φωλιάζει στην ομιλία» (Ong 197, σελ. 138).Ο
Ong γράφει ότι «είμαστε τόσο ιδεολογικά εγγράμματοι που πιστεύουμε ότι η γραφή είναι φυσική. Πρέπει να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας από καιρού εις καιρόν ότι η γραφή είναι εντελώς και αθεράπευτα τεχνητή» (Ong 1978, σελ. 129). Αλλού γράφει σε μεγαλύτερη έκταση: «σε αντίθεση με το φυσικό, προφορικό λόγο, η γραφή είναι εντελώς τεχνητή. Δεν υπάρχει τρόπος να γράψεις ‘φυσικά’. Ο προφορικός λόγος είναι εντελώς φυσικός στους ανθρώπους, με την έννοια ότι κάθε ανθρώπινο όν, σε κάθε κουλτούρα, που δεν έχει κάποιο φυσιολογικό ή ψυχολογικό κώλυμα, μαθαίνει να μιλάει. Επιπλέον, ενώ η ομιλία μπαίνει σε εφαρμογή στη συνειδητή ζωή, η χρήση της αναβλύζει φυσικά στο συνειδητό από ασυνείδητα ή υποσυνείδυτα βάθη…Η γραφή ή η ανάγνωση διαφέρουν από την ομιλία, κατά το ότι δε μαθαίνονται αναπότρεπτα από όλα τα άτομα, που δεν έχουν φυσιολογικά ή ψυχολογικά κωλύματα’» (Ong 1986, σελ. 31; ίδε επίσης Ong 1982, σελ. 82). Τονίζει ότι η γραφή είναι «μια τεχνολογία που έχει συνειδητά και με περίσκεψη εφευρεθεί». «ένα σύνολο εξωτερικών εργαλείων που φαίνονται ξένα προς εμάς» (Ong 1978, σελ. 130, 139). «οι προφερόμενες λέξεις αποτελούν πάντοτε μεταβολές μιάς συνολικής, υπαρξιακής κατάστασης, που απασχολεί πάντα το σώμα» (Ong 1982, σελ. 67).Για έναν αρχάριο
, η μάθηση της γραφής συνεπάγεται ‘την πιο σκληρή πειθαρχία’, ενώ η ομιλία «μαθαίνεται με πολύ λιγότερο άγχος απ’ ότι η γραφή…Η γραφή…μαθαίνεται με συγκέντρωση ή μελέτη, και σπάνια γίνεται…τόσο αυθόρμητα ή ρευστά όπως η ομιλία» (Ong 1967, σελ. 94-5). Ο Ong προσθέτει ότι «ο προφορικός λόγος….προσφέρεται…. σε σχεδόν οποιονδήποτε, ο γραπτός λόγος μόνο σε μερικούς επιλέκτους» (Ong 1967, σελ. 116).Ο
Ong αναφέρεται επίσης σε μια περίσταση στον προφορικό λόγο ως «τον λόγο στην καθαρή του μορφή, στην ανθρώπινη και πιο θεϊκή του μορφή, στην αγιότερη μορφή του, ο λόγος που περνά προφορικά από άνθρωπο σε άνθρωπο για να δημιουργήσει και να βαθύνει τις ανθρώπινες σχέσεις» (Ong 1967, σελ. 92). Προσθέτει ότι «Η φωνή έχει ένα είδος προτεραιότητας στη δημιουργία αληθινών κοινοτήτων ανθρώπων, ομάδων ανθρώπων που συνιστώνται από κοινή συνειδητοποίηση» (Ong 1967, σελ. 124). «Ο προφορικός λόγος είναι η βάση της ανθρώπινης κοινότητας» (Ong 1967, σελ. 310). Επίσης, αντίθετα από την όραση, που μας επιτρέπει να βλέπουμε μόνο προς το μέλλον, «ο ήχος…. μας τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου, ο ήχος μεταδίδει χρονική ταυτοσημία» (Ong 1967, σελ. 129). Ο Ong εκφράζει τη συνειδητοποίηση ότι «πρέπει να αποφεύγουμε την εφήμερη αναζήτηση μιας χαμένης Εδέμ» αλλά επιμένει ότι «ο προφορικός λόγος…είναι πρωταρχικός, κι όμως εξ αρχής ήταν προορισμένος – ή ίσως μάλιστα καταδικασμένος – να συμπληρωθεί με όλα τα μηχανήματα και τα εφευρήματα που μείωναν όλο και περισσότερο τη σημασία του» (Ong 1967, σελ. 320-1). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, για τον Ιησουίτη πατέρα Ong, η γραφή σίγουρα αντιπροσωπεύει την πτώση του ανθρώπου από την ύπαρξη στην Εδέμ. Ρητά δηλώνει ότι «Όλες οι μετατροπές του προφορικού λόγου σε μη ακουστικά μέσα, όσο αναγκαίες κι αν είναι, τον ξεθωριάζουν και τον υποβιβάζουν, όπως τόσο έντονα αισθάνθηκε ο Πλάτων» (Ong 1967, σελ. 322).Η διαδεδομένη μεροληψία του φωνοκεντρισμού τονίσθηκε από το γάλλο μελετητή της γραφής
Jacques Derrida (1976, 1978). Ο Derrida επέκρινε μια ρομαντική τάση μεταξύ γλωσσολόγων και λογοτεχνικών θεωρητικών να προτιμούν την ομιλία έναντι της γραφής. Homo loquens έναντι Homo scriptor. Ο Derrida επιμένει ότι η γραφή ‘δεν αποτελεί συμπλήρωμα του προφορικού λόγου’. Η ‘αποκατασκευαστική’ του θέση τονίζει τις συναισθηματικές απηχήσεις των μέσων ομιλίας και γραφής. Ο Walter Ong βεβαιώνει ότι ο Derrida κι άλλοι ‘έχουν προσφέρει μεγάλη υπηρεσία στην υπονόμευση…της χειρογραφικής και τυπογραφικής μεροληψίας’ (Ong 1982, σελ. 166). Λέει ότι «διαξιφιζόμενος με τον Jean- Jacques Rousseau, ο Derrida έχει βέβαια αρκετό δίκηο να απορρίπτει τη δοξασία ότι η γραφή δεν είναι περισσότερο παρά συγκυριακή στον ανθρώπινο λόγο (Derrida 1976, σελ. 7), (Ong 1982, σελ. 77), προσθέτοντας ότι ‘ο Derrida εκτελεί μιαν ευπρόσδεκτη εργασία, στο ίδιο πεδίο που ο Marshall McLuhan σάρωσε με το περίφημο ρητό του «το μέσο είναι το μήνυμα» (Ong 1982, p. 167). Αλλά, επιμένει ο Ong, «το να προσπαθείς να κατασκευάσεις μια λογική γραφής χωρίς να έχεις εξερευνήσει τα βάθη του προφορικού λόγου, από τον οποίον αναδύθηκε ο γραπτός λόγος και στον οποίον η γραφή είναι μόνιμα και αδήριτα ενσωματωμένη, είναι να περιορίζεις την κατανόησή σου» (Ong 1982, p. 77). Για τον Ong, η απόρριψη από τον Derrida της σημασίας του προφορικού λόγου, συνεπάγεται το να πετάς το μωρό μαζί με το νερό του μπάνιου.