Μέρος της τάσης μας να επιβάλλουμε νόημα σαυτό που βλέπουμε είναι η προσπάθειά μας να μετατρέψουμε τις εικόνες σε αντικείμενα, όπου είναι δυνατόν. Κοιτάξτε την παρακάτω εικόνα….
Χωρίς να ακολουθούμε αυστηρά τους κανόνες της γραμμικής προοπτικής
, τείνουμε να ερμηνεύσουμε αυτό που βλέπουμε εδώ σαν τρία επανεμφανιζόμενα μαύρα κυκλικά σχήματα (στο κάτω μέρος της εικόνας) που επαναλαμβάνονται στο βάθος, σαν να ήταν τυπωμένα σε έναν κύλινδρο. Αυστηρώς ειπείν, αυτό θα απαιτούσε τα ‘μακρινότερα’ σχήματα να απεικονίζονται πιο κοντά μεταξύ τους, αυτό όμως δε φαίνεται να μας εμποδίζει να επανερμηνεύσουμε τα σχήματα ως όμοια, αλλά υπό διαφορετική γωνία. Τέτοιες επιβολές βάθους μπορούν να εκληφθούν ως προσπάθεια να κάνουμε τα σχήματα να μοιάζουν περισσότερο με χειροπιαστά τρισδιάστατα αντικείμενα. Όπου μια εικόνα μοιάζει να προσφέρεται για πιθανή τρισδιάστατη ερμηνεία, φαίνεται ότι προτιμούμε την ερμηνεία αυτή.Εδώ είναι μια εικόνα γνωστή από τα εγχειρίδια ψυχολογίας με τη μια ή την άλλη μορφή….
Γνωρίζουμε όλοι ότι σχήματα, όπως αυτά της εικόνας, μοιάζει να γίνονται μεγαλύτερα καθώς πλησιάζουν τη γωνία άνω δεξιά, αν και γνωρίζουμε επίσης από προηγούμενες συναντήσεις με τέτοιες εικόνες, ότι τα τρία σχήματα έχουν πράγματι όλα το ίδιο μέγεθος. Μας είναι δύσκολο να αποφύγουμε να ερμηνεύουμε ότι οι συγκλίνουσες γραμμές αποδεικνύουν γραμμική προοπτική, κάτι που μας αναγκάζει να δεχθούμε, ότι το σχήμα παραβιάζει τους κανόνες, με το να φαίνεται μεγαλύτερο αντί μικρότερο, καθώς απομακρύνεται. Η επιθυμία να ερμηνεύσουμε το βάθος μοιάζει να είναι πολύ ισχυρή μέσα μας, αν γνωρίζουμε (έστω κι ασυνείδητα) τη γραμμική οπτική.
Εν είδει αναφοράς,
είναι ίσως χρήσιμο
να γνωρίζουμε ότι η απλούστερη εκδοχή
τέτοιων οφθαλμαπατών, που
προέρχονται από τη γραμμική προοπτική,
λέγεται η ‘οφθαλμαπάτη
του Ponzo».
Στη βασική αυτή εκδοχή, υπάρχουν
δύο γραμμές που συγκλίνουν προς το πάνω
μέρος της εικόνας μαζί με δύο οριζόντιες
γραμμές. Η
οριζοντια γραμμή (α)
της κορυφής
φαίνεται μεγαλύτερη από την οριζόντια
γραμμή (β)
της βάσης (μολονότι
έχουν κι οι δύο το ίδιο μέγεθος).
Η γραμμική προοπτική είναι το μόνο είδος ένδειξης βάθους σε μια στατική δισδιάστατη εικόνα, όπως ένας πίνακας, ένα σχέδιο ή μια φωτογραφία. Το σχετικό μέγεθος είναι άλλη μια ένδειξη βάθους. Όπου μια εικόνα εμφανίζει μερικά αντικείμενα του ιδίου σχήματος, η τάση είναι να θεωρήσουμε ότι τα μικρότερα αντικείμενα είναι πιο μακρυά. Αυτό συμβαίνει σίγουρα με οικεία αντικείμενα (που το ‘οικείο’ μέγεθός τους είναι γνωστό). Η κλίση της υφής (ή λεπτομερής οπτική) μπορεί να θεωρηθεί ως συνδυασμός γραμμικής προοπτικής και σχετικού μεγέθους. Όπου μια εικόνα είναι γεμάτη από όμοια σχήματα που βρίσκονται σε ίσες αποστάσεις (όπως τα βότσαλα σε μια παραλία), τα σχήματα που φαίνονται περισσότερο συνωστισμένα μπορεί να φανούν ως πιο απομακρυσμένα.
Το ύψος στο πεδίο (ή στο επίπεδο) (που λέγεται επίσης σχετικό ύψος) αποτελεί άλλη μιαν ένδειξη για τον υπολογισμό του βάθους. Η συνήθης υπόθεση είναι ότι, όπου η βάση του σχήματος είναι υψηλότερα από αυτήν ενός όμοιου σχήματος, τότε το σχήμα με την υψηλότερη βάση είναι πιο μακρυά. Αυτή η ένδειξη συσχετίζει τα αντικείμενα με τον ορίζοντα. Μιά άλλη σημαντική ένδειξη βάθους είναι η υπέρθεση (που λέγεται επίσης έμφραξη, ή εναπόθεση) (δες την παρακάτω εικόνα). Όταν ένα αντικείμενο ερμηνεύεται ότι σκοτεινιάζει τμήμα ενός άλλου, αυτό που φαίνεται σκοτεινιασμένο, μοιάζει να είναι μακρύτερα. Αυτή η ένδειξη είναι ισχυρότερη με οικεία σχήματα, όπου ένα οικείο περίγραμμα διακόπτεται από ένα άλλο σχήμα, που φαίνεται σαν να βρίσκεται μπροστά του.
Αναφέρθηκα ήδη με συντομία στο οικείο μέγεθος. Το οικείο μέγεθος αποτελεί καθεαυτό μια ένδειξη απόστασης. Η προγενέστερη εμπειρία μας με αντικείμενα μας οδηγεί να υποθέσουμε ότι, όπου μερικά μοιάζουν μικρότερα από άλλα, αυτά που φαίνονται μικρότερα είναι πιθανόν να είναι πιο μακρυά. Σε ένα πασίγνωστο πείραμα που αναφέρεται στο ‘Μέγεθος είναι Ένδειξη Απόστασης’ που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Psychology το 1951, ο W H Ittelson έδειξε σε παρατηρητές τρία τραπουλόφυλλα σε ένα σκοτεινό δωμάτια, όπου όλες οι άλλες ενδείξεις είχαν απομακρυνθεί. Χωρίς να το ξέρουν οι παρατηρητές, μόνο ένα από τα φύλλα είχε το συνηθισμένο μέγεθος. Τα άλλα είχαν αντίστοιχα το μισό και το διπλάσιο από το σύνηθες μέγεθος. Οι παρατηρητές έτειναν να κρίνουν, ότι τα μεγαλύτερα φύλλα ήταν πλησιέστερα από τα άλλα.
Η σκιά είναι επίσης σημαντική ένδειξη βάθους. Κοιτάξτε την εικόνα παρακάτω. Αποτελείται από μερικές γραμμές και στήλες σκιασμένων κυκλικών σχημάτων, που φαίνεται να είναι είτε εξογκώματα είτε βαθουλώματα. Η μόνη ένδειξη για το εάν κάποιο σχήμα είναι εξόγκωμα ή βαθούλωμα είναι η σκιά του. Μερικά από τα κυκλικά σχήματα είναι σκιασμένα προς το κάτω μέρος κι άλλα είναι σκιασμένα προς το άνω. Αυτά που είναι σκιασμένα στο κάτω μέρος, μοιάζουν με εξογκώματα, ενώ αυτά που είναι σκιασμένα στο άνω μέρος, φαίνονται ως βαθουλώματα.
Γυρνώντας ολόκληρη την εικόνα ανάποδα (όπως στο επόμενο σχήμα) μοιάζει να μετατρέπομε τα εξογκώματα σε βαθουλώματα και τα βαθουλώματα σε εξογκώματα. Φαίνεται λοιπόν ωσάν η σιωπηρή υπόθεση να είναι, ότι το φως έρχεται από πάνω.
Οι φωτογραφίες στις οποίες τόσο οι κοντινές όσο κι οι μακρινές τους λεπτομέρειες είναι στο κέντρο μπορούν να προσφέρουν δραματικά παραδείγματα για το πώς αντικείμενα, που είναι πολύ κοντά, μπορούν μερικές φορές να φανούν αφύσικα μεγάλα. Παραδείγματος χάριν, μια φωτογραφία κάποιου που είναι ξαπλωμένος κάτω με τα πόδια μπροστά, μπορεί να κάνει τα πόδια να φαίνονται τόσο μεγάλα, που το αποτέλεσμα να είναι αστείο. Εάν το μέσο είναι σχέδιο ή πίνακας, μπορεί να αισθανθούμε ότι το αποτέλεσμα είναι ‘εξωπραγματικό’. Το ενδιαφέρον είναι ότι, εάν είμασταν εκεί αυτοπροσώπως και βλέπαμε από την ίδια οπτική γωνία το πρόσωπο που είναι κάτω, θα ήταν πολύ απίθανο να παρατηρήσουμε οτιδήποτε περίεργο. Κάποιος που είναι συνηθισμένος να σχεδιάζει εκ του φυσικού, υπολογίζοντας τις αποστάσεις με ένα μολύβι που κρατά σε απόσταση μπροστά στα μάτια του, μπορεί να έχει περισσότερη συνείδηση του φαινομένου αυτού – τουλάχιστον την ώρα που σχεδιάζει.
Αυτό σχετίζεται με εκείνο, που οι ψυχολόγοι αναφέρουν ως αντιληπτική σταθερότητα. Η αντίληψή μας για αντικείμενα είναι πολύ πιο σταθερή ή πιστή από τις εικόνες του αμφιβληστροειδούς μας. Οι εικόνες του αμφιβληστροειδούς αλλάζουν με την κίνηση των ματιών, του κεφαλιού και με την αλλαγή της στάσης μας και με την αλλαγή του φωτός. Αν βασιζόμαστε μόνο στις εικόνες του αμφιβληστροειδούς για την οπτική μας αντίληψη, θα είχαμε πάντα συνείδηση του ότι οι άνθρωποι μεγαλώνουν σωματικά, όταν μας πλησιάζουν, τα αντικείμενα αλλάζουν σχήμα, όταν κινούμαστε, και τα χρώματα αλλάζουν με κάθε μεταβολή των συνθηκών φωτισμού. Σε αντίθεση προς το χάος της συνεχούς μεταβολής των εικόνων του αμφιβληστροειδούς, οι οπτικές ιδιότητες των αντικειμένων τείνουν να παραμένουν σταθερές στη συνείδησή μας. Δεν έχουμε συνήθως συνείδηση των μεταβολών στο μέγεθος των ατόμων που μας πλησιάζουν ή της αλλαγής των σχημάτων των αντικειμένων ανάλογα με τη γωνία από την οποία τα βλέπουμε. Σε σχέση με την οπτική αντίληψη, σημαντικές σταθερές είναι: το μέγεθος, το σχήμα, η φωτεινότητα και το χρώμα.
Η παρακάτω εικόνα δείχνει πώς φαίνεται να αλλάζει σχήμα μια πόρτα καθώς ανοίγει. Η σταθερότητα του σχήματος εξασφαλίζει ότι κατά κανόνα δεν το αντιλαμβανόμαστε.
Σε σχέση με τη σταθερότητα του σχήματος, ο R H Thouless δημοσίευσε ένα δοκίμιο με τίτλο 'Phenomenal regression to the "real" object' στο British Journal of Psychology το 1931. Ανέφερε ένα πείραμα, όπου επέδειξε έναν κυκλικό δίσκο υπό διάφορες γωνίες και ζήτησε από τους παρατηρητές να εκτιμήσουν το σχήμα του ανά πάσα στιγμή. Οι παρατηρητές έκαναν την εκτίμησή τους επιλέγοντας τον δίσκο που κατά τη γνώμη τους ταίριαζε από μια σειρά κυκλικών και ελλειψοειδών σχημάτων που τους είχαν δοθεί. Όταν ο δίσκος ήταν ακριβώς μπροστά τους και σε κάθετο επίπεδο, η κρίση ήταν εύκολη, βέβαια. Αλλά όταν ο Thouless περιέστρεφε το δίσκο μακρυά από τον παρατηρητή, έτσι που να φαίνεται ελλειψοειδής, η αποστολή ήταν δυσκολότερη. Εκτιμήσεις του σχήματος αντανακλούσαν ένα συμβιβασμό μεταξύ του σχήματος, όπως φαινόταν υπό γωνία (ως έλλειψη) και του πραγματικού σχήματος του αντικειμένου (κύκλος). Οι παρατηρητές δεν έβλεπαν το σχήμα, όπως θα ήταν στον αμφιβληστροειδή, αλλά αντ’ αυτού εμφάνιζαν μια ‘φαινομενική παλινδρόμηση’ – το φαινόμενο ή εμφανές σχήμα ήταν κάτι μεταξύ του περιεστραμένου σχήματος και του καθέτου. Αυτό ονομάστηκε ‘αντιληπτικός συμβιβασμός’.
Η οικειότητα του σχήματος δίνει επίσης μιαν εξήγηση για την οφθαλμαπάτη που δημιουργεί ένα ειδικό ‘δωμάτιο’, που ονομάστηκε το δωμάτιο ‘Ames’ (ουαλλοί φοιτητές: σημειώστε ότι υπάρχει ένα δωμάτιο ‘Ames’ στο Techniquest του Cardiff). Οι παρατηρητές κοιτάζουν μέσα από μια τρύπα στον τοίχο του δωματίου αυτού (έχοντας έτσι μόνο μονόφθαλμες ενδείξεις βάθους, σαν να κοιτάζουν μια φωτογραφία ή έναν πίνακα, μάλλον παρά ένα χώρο μέσα στον οποίο θα μπορούσε να κινηθεί κανείς). Δύο άνθρωποι ιδίου μεγέθους μέσα στο ειδικό αυτό δωμάτιο θα έμοιαζαν να έχουν πολύ διαφορετικό μέγεθος σε παρατηρητές, όπως δείχνει το επόμενο σχέδιο.
Η αιτία της περίεργης αυτής οφθαλμαπάτης οφείλεται στην παράξενη κατασκευή του δωματίου, όπου π.χ. ο αριστερός τοίχος στην πραγματικότητα εκτείνται πολύ πιο πίσω από το δεξιό. Έχουμε τόσο συνηθίσει να ζούμε σε ορθογώνια δωμάτια, που ερμηνεύουμε κάθε τι μέσα σε ένα δωμάτιο με την υπόθεση αυτή. Το δωμάτιο Ames δείχνει πώς το μυαλό στοιχηματίζει με το συνήθη τρόπο και κάνει λάθος μόνο πέφτοντας θύμα μιας προσεκτικά στημένης συνομωσίας.
Daniel Chandler, UWA
July 1997