Οπτική Αντίληψη 4

        Daniel Chandler

         

        Ατομικές διαφορές, στόχοι και ανάγκες

        Ενώ φαίνεται να υπάρχουν κάποιες λεπτές πολιτιστικές διαφορές σε κάποιες πλευρές της οπτικής αντίληψης, αξίζει να υπενθυμίζουμε επίσης στους εαυτούς μας, ότι όσον αφορά την αντίληψη έχουμε πολύ περισσότερα κοινά με τους υπόλοιπους ανθρώπους παρά με το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο. Πάντως, πέραν των πολιτιστικών διαφορών, μερικές ατομικές διαφορές μπορεί να επηρεάσουν την οπτική μας αντίληψη – ξέχωρα από τις φυσιολογικές διαφορές, όπως η μειωμένη όραση. Οι άνθρωποι διαφέρουν, παραδείγματος χάριν, σε χωρικές ικανότητες (π.χ. τη ΄νοητική περιστροφή’ – τη δεξιότητα να περιστρέφει κανείς νοερά τρισδιάστατα σχήματα για να τα εκτιμήσει από άλλη γωνία.

        Σ’ ένα πολύ γνωστό πείραμα του Asch (1955), ένα υποκείμενο καθόταν σε ένα δωμάτιο μαζί με άλλους έξι ανθρώπους. Άγνωστοι στο υποκείμενο, οι άλλοι ένθρωποι ήταν συνεργάτες του πειραματιστή. Ο πειραματιστής είπε στην ομάδα, ότι η ακρίβεια της αντίληψης ήταν ο σκοπός της μελέτης. Επιδείχθηκαν τότε στην ομάδα δύο κάρτες (δες παρακάτω την εικόνα). Σε μια κάρτα υπήρχε μια μόνο κάθετη γραμμή και στην άλλη υπήρχαν τρεις κάθετες γραμμές με σημαντικά διαφορετικά μήκη, όπου η μια από αυτές είχε το ίδιο μήκος με τη γραμμή της άλλης κάρτας. Η ομάδα πληροφορείται ότι κάθε άτομο θα έπρεπε να ταιριάξει τη γραμμή στην πρώτη κάρτα με μια από τις γραμμές της δεύτερης κάρτας. Δίνονταν δεκαοκτώ προσπάθειες με διαφορετικά μήκη γραμμών στη δεύτερη κάρτα. Σε κάθε προσπάθεια το πραγματικό υποκείμενο καθόταν προτελευταίο στη σειρά της αντίδρασης, έτσι είχε την ευκαιρία να ακούσει άλλους πέντε ανθρώπους που έδιναν κάθε φορά τις απαντήσεις τους. Στις πρώτες δύο προσπάθειες οι σύμμαχοι έδιναν τη σωστή απάντηση, αλλά το έκαναν μόνο τέσσερις φορές στις επόμενες προσπάθειες – στις άλλες δώδεκα προσπάθειες είχαν δασκαλευτεί να δίνουν λανθασμένη απάντηση. Ένα τέταρτο των υποκειμένων έμεναν σταθεροί στη δική τους κρίση και έδιναν σωστή απάντηση. Οι υπόλοιποι δέχονταν τη γνώμη της πλειοψηφίας, τουλάχιστον μερικές φορές. Αυτό θα προϋπέθετε, ότι η επιθυμία συναίνεσης μπορεί μερικές φορές να επηρεάζει την αντίληψη.

        Μερικοί παράγοντες συνδεδεμένοι με την προσωπικότητα μπορεί να επηρεάζουν την αντίληψη. ΄Ενας τέτοιος παράγων είναι η ‘ανεκτικότητα της αμφισημίας’ (ένας όρος που χρησιμοποίησε η Else Frenkel-Brunswik). Το 1951, δύο ψυχολόγοι ονομαζόμενοι Block ανέφεραν ένα πείραμα στο οποίο υποκείμενα τοποθετούνταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου φαινόταν μόνο ένα φωτεινό σημείο. Αφού δεν είχαν τίποτε άλλο να ακολουθήσουν, όλοι τους έβλεπαν το φώς να κινείται προς διάφορες κατευθύνσεις. Πάντως, μερικοί ανέφεραν ότι το φώς εκινείτο προς μια σταθερή κατεύθυνση από προσπάθεια σε προσπάθεια και σε σταθερό αριθμό ιντσών. Οι άνθρωποι αυτοί περιγράφηκαν ως άτομα που είχαν μικρή ανοχή στην αμφισημία: απαιτούν περισσότερη σταθερότητα από τους περισσότερους και γρήγορα τείνουν να την κατασκευάσουν σε διαφορούμενες καταστάσεις. Άλλοι τείνουν να αργοπορούν περισσότερο στην καθιέρωση μιας τέτοιας νόρμας: θα έχουν υψηλή ανοχή στην αμφισημία.

        Ένας άλλος πειραματιστής, ο Fisher, ανάφερε παρόμοια αποτελέσματα την ίδια χρονιά συγκρίνοντας άτομα που είχαν ταξινομηθεί ως έχοντα υψηλή ή χαμηλή μεροληψία. Έδειξε για λίγο στις δύο ομάδες την εικόνα μιας κομμένης πυραμίδας (δες παρακάτω) και τους ζήτησε μετά να τη ζωγραφίσουν από μνήμης. Το 40% περίπου έτειναν να τη ζωγραφίσουν συμμετρική, εξισώνοντας τα δύο περιθώρια του σχεδίου. Αυτό συμβαίνει συχνά, δεδομένου ότι η μνήμη απλοποιεί. Αλλά μετά από ένα διάλειμμα τεσσάρων εβδομάδων, το 62% του προκατειλημμένης ομάδας και μόνο 34% της ανεκτικής ομάδας εξίσωσαν τα περιθώρια. Μια ομάδα φαινόταν να χρειάζεται καθαρή και απλή εικόνα πολύ περισσότερο απ’ όσο η άλλη. Αυτοί που ανέχονται την αμφισημία έμοιαζε να ευνοούν την μοναδικότητα (για τους δύο Block & Block και Fisher δες Allport 1958, 377-8).

        Οι διαφορές γνωστικού στυλ έχουν επιπτώσεις στην αντίληψη. Ο Jerome Kagan περιέγραψε μια διαφορά γνωστικού στυλ, την οποία ονόμασε παρορμητικότητα έναντι στοχαστικότητας. Όταν τους ζητείται να επιλέξουν ταίρι για ένα μη ‘συνηθισμένο’ σχήμα (όπως ένα σχέδιο τηλεφώνου) μεταξύ έξι σχημάτων, μερικοί άνθρωποι μοιάζουν συνήθως να ‘πηδούν’ με μιαν αντίδραση προτού να έχουν ελέγξεί πλήρως τις εναλλακτικές λύσεις – αυτοί είναι οι παρορμητικοί – ενώ άλλοι μοιάζουν απρόθυμοι να αντιδράσουν, ώσπου να βεβαιωθούν ότι έκαναν τη σωστή επιλογή – αυτοί είναι οι στοχαστικοί.

        Ένα άλλο είδος γνωστικού στυλ αναφερόταν ως ‘εξάρτηση ή ανεξαρτησία πεδίου’ από τον Herman Witkin. Η ανεξαρτησία πεδίου αναφέρεται στην ικανότητα να αποσπά κανείς εικόνες από τα πλαίσιά τους. Κάποιος που βρίσκει εύκολα λέξεις σε σταυρόλεξα έχει αρκετή ανεξαρτησία πεδίου. Υπάρχει μια σύγχρονη μόδα για βιβλία τύπου «Που είναι ο Wally;’ όπου πρέπει να βρει κανείς έναν επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα μέσα σε ένα πλήθος εμπλεγμένο σε μια φρενιτιώδη δραστηριότητα, που απεικονίζεται σε ένα πολύ λεπτομερές δισέλιδο. Αυτοί που τα καταφέρνουν καλά στο παιχνίδι αυτό, έχουν ανεξαρτησία πεδίου. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα πάζλ των παιδιών μερικές φορές περιλαμβάνουν την αποστολή της εύρεσης προσώπων, αντικειμένων ή ζώων, ‘κρυμένων’ σε σχετικά λεπτομερή σχέδια (ένα αντίστοιχο παιχνίδι για μεγάλους χρησιμοποιεί μερικές φορές πίνακες ζωγραφικής). Αυτές είναι βέβαια πολύ τεχνητές εργασίες, αλλά οι άνθρωποι που έχουν ανεξαρτησία πεδίου, θα ήταν εξ ίσου ταχείς στον εντοπισμό κάποιου σε ένα πραγματικό πλήθος.

        Το φύλο επίσης παίζει ρόλο στην αντίληψη. Μια επίδραση σχετική με το φύλο αφορά το πώς η προσοχή μας μπορεί να ελκύεται σε διάφορες πλευρές μιας σκηνής ή μιας εικόνας. Σε μια μελέτη του Hess (1965) συγκρίθηκαν οι κινήσεις των ματιών ανδρών και γυναικών, καθώς κοίταζαν έναν μεταφορικό πίνακα του Leon Kroll με τίτλο «πρωινό στο Ακρωτήρι», όπου φαινόταν ένας άνδρας με γυμνή πλάτη, που όργωνε με ένα άλογο, και δύο γυναίκες – μια στο προσκήνιο και μια άλλη που ακουμπούσε σε ένα δέντρο. Και τα δυο υποκείμενα άρχιζαν να σαρώνουν τον πίνακα από το ίδιο σχεδόν σημείο, αλλά η θέση, η διάρκεια κι η σειρά του βλέμματός τους ήταν διαφορετική. Όχι περιέργως, η γυναίκα παρατηρητής έδινε μεγαλύτερη προσοχή στην ανδρική φιγούρα του πίνακα απ’ ότι ο άνδρας, κι ο άνδρας έδινε μεγαλύτερη προσοχή στη γυναικεία φιγούρα στο προσκήνιο απ’ ότι η γυναίκα παρατηρητής. Η γυναίκα κοίταζε μόνο το κεφάλι της μπροστινής γυναίκας, ενώ ο άνδρας κοίταζε και το κεφάλι και το μπούστο της γυναικείας φιγούρας. Η γυναίκα παρατηρητής δεν κοίταζε καθόλου το σπίτι και το χωράφι, ενώ ο άνδρας το έκανε. Αυτή η κατεύθυνση της προσοχής αντανακλά βέβαια τα συμβατικά φυλετικά στερεότυπα.

        Χρησιμοποιώντας διφορούμενες ασαφείς ασπρόμαυρες φιγούρες (ίδε εικόνα κάτω), οι Coren, Porac και Ward (1978, 413) βρήκαν διαφορές φύλου στην ερμηνεία. Ένα σχήμα, που ήταν πιθανότερο να θεωρηθεί ως βούρτσα ή σαρανταποδαρούσα από τους άνδρες, ήταν πιθανότερο να θεωρηθεί ως χτένα ή δόντια από τις γυναίκες. Ένα άλλο σχήμα που έμοιαζε ως στόχος κυρίως στους άνδρες, ήταν περισσότερο πιθανό να θεωρηθεί ως πιάτο δείπνου από τις γυναίκες. Και ένα τρίτο σχήμα που εθεωρείτο κυρίως ως κεφάλι από άνδρες, εθεωρείτο κυρίως ως φλυτζάνι από τις γυναίκες.

        Άλλοι ρόλοι μπορούν επίσης να επηρεάζουν την αντίληψη. Μια αεροφωτογραφία του δέλτα ενός ποταμού μπορεί να φαίνεται προφανής σε έναν γεωγράφο ή σε έναν πιλότο, αλλά αν η εικόνα δεν είχε επιγραφή, άλλοι μπορεί να είχαν εντελώς διαφορετικές ερμηνείες. Αυτό που είναι κόρακας Corvus για έναν επαγγελματία ορνιθολόγο, είναι απλώς επιβλαβές ζώρο για μερικούς αγρότες, κακός οιωνός για τους προληπτικούς, ‘γερω παππούς’ για τους ινδιάνους Koyukon του υποαρκτικού δάσους της Βόρειας Αμερικής, κοράκι για τους περισσότερους από μας, και κόρακας για τον ερασιτέχνη φυσιολάτρη.

        Η προκατάληψη μπορεί να επηρεάσει την αντίληψη, όπως έδειξαν οι Gordon Allport και Leo Postman σε μια περίφημη μελέτη (1945). Επιδείχθηκε για λίγο το σκίτσο ατόμων μέσα σε έναν υπόγειο – πέντε άνδρες, δύο γυναίκες και ένα μωρό, όπου δύο από τους άνδρες ήταν όρθιοι – ένας μαύρος κι ένας λευκός πρόσωπο προς πρόσωπο στο κέντρο της εικόνας. ΄Υστερα ζητήθηκε από τους παρατηρητές να περιγράψουν τι είχαν δεί. Πάνω από τους μισούς παρατηρητές ανέφεραν, ότι είδαν ένα ξυράφι στα χέρια του μαύρου. Μερικοί ισχυρίστηκαν ότι το κράδαινε άγρια’ ή ‘ότι απειλούσε’ το λευκό, ενώ το ξυράφι βρισκόταν στην πραγματικότητα στο αριστερό χέρι του λευκού, που στεκόταν απέναντί του. Αυτό το πείραμα αποτελεί μέρος της μελέτης των διαδόσεων, έτσι εμπλέκονταν τόσο η μνήμη όσο κι η αντίληψη.

        Πολλοί παράγοντες, που επηρεάζουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα είναι σχετικά ‘σταθεροί’ ή μακροχρόνιοι ατομικοί παράγοντες. Αυτοί περιλαμβάνουν την προσωπικότητα, το γνωστικό στυλ, τα φύλο, το επάγγελμα, την ηλικία, τις αξίες, τις στάσεις, τα μακροχρόνια κίνητρα, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, την κοινωνικο-οικονομική θέση, το πολιτιστικό υπόβαθρο, την εκπαίδευση, τις συνήθειες και τις εμπειρίες του παρελθόντος. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες, που μπορεί να συμβάλουν στις ατομικές διαφορές αντίληψης, που είναι πιο παροδικοί. Αυτοί περιλαμβάνουν τρέχοντα νοητικά ‘σύνολα’, διαθέσεις (συναισθηματική κατάσταση), στόχους, προθέσεις, περιστασιακά κίνητρα και προσδοκίες σχετικές με το περιβάλλον (Warr & Knapper 1968).

        Αξίζει να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας, ότι ακόμη κι οι φωτογραφίες δεν απεικονίζουν μόνο τη σκηνή που δείχνουν, αλλά τους σκοπούς του φωτογράφου. Όπως έγραψε η Susan Sontag: ‘οι φωτογραφίες είναι εξ ίσου μια ερμηνεία του κόσμου, όπως οι πίνακες και τα σχέδια’ (Sontag 1979, 7). Μια φωτογραφία είναι η επιλογή που έκανε ένας συγκεκριμένος φωτογράφος, κάποιου πράγματος μέσα από τον κόσμο, που θεωρήθηκε σημαντικό για κάποιο λόγο και πλαισιώθηκε με έναν τρόπο που αντανακλά κάποιους σκοπούς. Τέτοιοι σκοποί μπορεί να είναι:

        • Η καταγραφή κάποιου πράγματος
        • Αισθητικοί σκοποί – το υποκείμενο και/ή η πλαισίωση φάνηκε αισθητικά ενδιαφέρουσα (π.χ. ‘ωραία’)
        • ‘Αυτο-έκφραση’- να εκφράσει πώς αισθάνεται για κάτι
        • Η πειθώς (κοινωνική/πολιτική) π.χ. να σοκάρει

        Κανείς δεν παίρνει την ίδια εικόνα για το ίδιο πράγμα, έτσι κι οι φωτογραφίες αποτελούν απόδειξη οχι μόνο του τι βρίσκεται εκεί, αλλά και του τι βλέπει ένα άτομο, δεν αποτελούν μόνο μια καταγραφή αλλά μιαν αξιολόγηση του κόσμου’ (Sontag 1979, 88). Επιπλέον, κάθε φωτογραφία υπονοεί φωτογραφικές συμβάσεις που ισχύουν:

        • Κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο
        • Για φωτογραφίες συγκεκριμένων τύπων (π.χ. ειδησεογραφικές φωτογραφίες, στιγμιαίες, προτραίτα, φωτογραφίες διαβατηρίου)
        • Σχετικές με τη σύνθεση/πλαισίωση, το φωτισμό, την άποψη
        • άλλων φωτογραφιών από τον ίδιο φωτογράφο

        Επιστρέφοντας στην αντίληψη των εικόνων, μια πολύ γνωστή μελέτη του Yarbus (1967) έδειξε πώς οι κινήσεις του ματιού των παρατηρητών φωτογραφιών άλλαζαν ανάλογα με τις ερωτήσεις που τους είχαν τεθεί. Σε σχέση με έναν μεταφορικό πίνακα, που έδειχνε ανθρώπους, εζητείτο από τα άτομα να εκτιμήσουν την οικονομική κατάσταση της οικογένειας που εικονιζόταν, να δώσουν τις ηλικίες των ανθρώπων στον πίνακα, να προτείνουν τι έκανε η οικογένεια πριν να έρθει ο ‘απροσδόκητος επισκέπτης’, να θυμηθούν τα ρούχα που φορούσαν οι άνθρωποι, να θυμηθούν τη θέση των ανθρώπων και των αντικειμένων στο δωμάτιο, και να εκτιμήσουν για το πόσον καιρό μπορεί να έλειπε ο επισκέπτης από την οικογένεια. Η κίνηση των ματιών και των περιοχών, όπου το βλέμμα στάθμευε σε κάθε περίπτωση, ήταν πολύ διαφορετική.

        Εδώ είναι μιά πρόχειρη ιδέα του πίνακα που ζητήθηκε από τα υποκείμενα του Yarbus να κοιτάξουν….

        Και εδώ καταγράφηκαν σχέδια κινήσεων ματιών ενός παρατηρητή που κοίταζε τον πίνακα. Σαφώς δεν σαρώνουμε πίνακες ούτε με τυχαίο ούτε με αυτοματοποιημένο τρόπο.

        Οι Levine, Chein και Murphy (1942) έδειξαν σε ανθρώπους ένα σύνολο διφορούμενων σκίτσων και τους ζήτησαν να περιγράψουν τι είδαν. Η μια ομάδα πεινούσε, ενώ η άλλη είχε μόλις φάει. Οι πεινασμένοι αντιλαμβάνονταν ότι υπήρχαν τρόφιμα στα διφορούμενα σχέδια συχνότερα από αυτούς που είχαν μόλις φάει. Οι τρέχουσες ανάγκες μπορούν λοιπόν να επηρεάσουν την αντίληψη.

        Σε ένα πολύ γνωστό πείραμα που διεξήχθη από τους Jerome Bruner και Cecile Goodman (1947), ζητήθηκε από δύο ομάδες παιδιών να εκτιμήσουν το μέγεθος νομισμάτων. Η μια ομάδα απετελείτο από φτωχά παιδιά μιάς φτωχογειτονιάς της Βοστώνης κι η άλλη ήταν μια εύπορη ομάδα από την ίδια πόλη. Η φτωχή ομάδα υπερεκτίμησε το μέγεθος των νομισμάτων πολύ περισσότερο από την εύπορη ομάδα. Αυτό δείχνει ότι οι κοινωνικές αξίες κι οι ατομικές ανάγκες μπορούν να επηρεάσουν την αντίληψη.

        Οι Dannenmaier και Thumin (1964) ζήτησαν από 46 σπουδαστές νοσηλευτικής να εκτιμήσουν το ύψος του βοηθού διευθυντή, του καθηγητή και δύο συναδέλφων τους. Οι ερευνητές βρήκαν ότι υπήρχε μια θετική σχέση μεταξύ του αντιλαμβανομένου γοήτρου και του εκτιμωμένου ύψους. Αυτοί που είχαν ψηλή θέση εκρίνονταν ψηλότεροι από όσο ήταν, ενώ αυτοί που είχαν χαμηλότερη θέση εκρίνονταν πιό κοντοί. Η μνήμη κι η αντίληψη ίσως έπαιζαν κάποιο ρόλο εδώ. Το αντιλαμβανόμενο μέγεθος σαφώς σχετιζόταν με τη σημασία που αποδιδόταν στους ανθρώπους, όπως γινόταν αντιληπτη στο πείραμα.

        Κάρτες ΤΑΤ (πειράματος θεματικής αντίληψης) χρησιμοποιούνται μερικές φορές στην ψυχανάλυση για να εξερευνήσουν τις σκέψεις και τα αισθήματα του ατόμου, που ερμηνεύει τις διφορούμενες αλλά μεταφορικές περιστασιακές εικόνες, που φαίνονται στην κάρτα. Οι σκηνές που εικονίζονται είναι συναισθηματικά φορτισμένες, αλλά ανοικτές σε ερμηνεία με μια ποικιλία τρόπων. Η χρήση τέτοιων εικόνων αναγνωρίζει την επίδραση των προσωπικών ενδιαφερόντων στην αντίληψη.

        Η διάθεση μπορεί επίσης να επηρεάζει την αντίληψη. Οι Leuba και Lucas (1945) διεξήγαν ένα πείραμα που αφορούσε την περιγραφή έξι εικόνων από 3 άτομα, ενόσω βρίσκονταν σε τρεις διαφορετικές διαθέσεις. Κάθε διάθεση εδημιουργείτο με ύπνωση, και μετά δείχνονταν οι εικόνες. Εδώ είναι οι περιγραφές που ένα άτομο έδωσε για μιαν εικόνα ‘τεσσάρων κολλεγιοπαίδων σε ένα ηλιόλουστο γκαζόν, που άκουγαν ραδιόφωνο’:

        • Ευτυχής διάθεση: ‘Πλήρης εκτόνωση. Δεν έχουν πολλά να κάνουν – απλώς κάθοντα, ακούνε και ξεκουράζονται. Δεν έχουν πολλά να σκεφθούν.’
        • Κριτική διάθεση: ‘Κάποιος χαλάει ένα καλοσιδερωμένο παντελόνι ξαπλώνοντας κάτω κατ’ αυτό τον τρόπο. Προσπαθούν να μελετήσουν χωρίς επιτυχία’.
        • Αγχώδης διάθεση: ‘Ακούνε ένα ματς φούτμπωλ ή κάποιο διεθνές μάτς. Μάλλον είναι σκληρό παιχνίδι. Ο ένας φαίνεται σαν να μην κερδίζει η ομάδα του’.

        Χρειάζεται να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας, ότι επρόκειτο για την ίδια εικόνα κάθε φορά. Η διάθεση παίζει σαφώς σημαντικό ρόλο στην αντίληψη.

        Οι Albert Hastorf και Hadley Cantril (1954) διεξήγαν μια μελέτη που έγινε διάσημη κι αφορούσε τις αντιδράσεις αντιπάλων οπαδών σε ένα αμερικανικό ματς φούτμπωλ μεταξύ δυο πανεπιστημιακών ομάδων – των Princeton Tigers και των Dartmouth Indians (κέρδισε η Princeton). Ήταν ένας δύσκολος και αγχώδης αγώνας. Ένας παίκτης της Dartmouth μεταφέρθηκε με σπασμένο πόδι κι ένας από τους σπουδαίους παίκτες του Princeton έσπασε τη μύτη του. Κι οι δύο ομάδες τιμωρήθηκαν. Οι φοιτητές από κάθε πανεπιστήμιο ρωτήθηκαν για τις αντιδράσεις τους στο παιχνίδι μια βδομάδα αργότερα.

        Το 69% των φοιτητών του Princeton, που είχαν δει τον αγώνα, τον έκριναν ‘άγριο και βρώμικο’ σε σύγκριση με το 24% μόνο των οπαδών της Dartmouth, ενώ το 25% των σπουδαστών της Dartmouth εφεύραν τη δική τους κατηγορία του ‘άγριου και τίμιου’ αγώνα. Όταν τους έδειξαν αργότερα ένα φιλμ του παιχνιδιού, οι σπουδαστές της Princeton ‘είδαν’ την ομάδα του Dartmouth να κάνει διπλάσιες παραβιάσεις κανόνων από τους φοιτητές της Dartmouth. Οι Hastorf and Cantril σχολιάζουν ότι:

          Τα στοιχεία δείχνουν εδώ ότι δεν υπάρχει κάτι σαν ‘πράγμα’ ή ‘αγώνας’ που βρίσκεται ‘εκεί έξω’ αυτοδίκαια, το οποίο οι άνθρωποι απλώς ‘παρατηρούν’. Ο αγώνας ‘υπάρχει’ για ένα άτομο και τον αισθάνεται μόνο στην έκταση, που μερικά συμβάντα έχουν νόημα σε όρους των δικών του στόχων.

        Για τους σπουδαστές αυτούς, η αντίληψη κι η ανάκληση αυτών που μπορεί να φαίνονται ως ‘το ίδιο συμβάν’ συνεπάγονται μια πολύ ζωηρή κατασκευή διαφορετικών πραγματικοτήτων. Η κλασική περίπτωση των Hastorf και Cantril δίνει έμφαση στον κρίσιμο ρόλο, που παίζουν οι αξίες στη διαμόρφωση της αντίληψης.

        Daniel Chandler, UWA
        July 1997

        Κύριοι Σύνδεσμοι

        • Οπτική Αντίληψη 1: Αναζήτηση σχημάτων
        • Οπτική Αντίληψη 2: Η Τρίτη Διάσταση
        • Οπτική Αντίληψη 3: Πολιτιστικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες
        • Οπτική Αντίληψη 4: Ατομικές διαφορές στόχοι και ανάγκες
        • Οπτική Αντίληψη 5: Περιβάλλον και Προσδοκίες. Κατηγοριοποίηση κι Επιλογή
        • Οπτική Αντίληψη 6: Οι αρχές Οπτικής Οργάνωσης της Gestalt
        • Παραπομπές και Συνιστώμενα αναγνώσματα