Ο
John Hartley ισχυρίζεται ότι «τα genres είναι παράγοντες ιδεολογικού κλωβού – περιορίζουν το δυναμικό σημασίας ενός δεδομένου κειμένου» (O'Sullivan et al. 1994, 128). Οι Robert Hodge και Gunther Kress ορίζουν τα genres ως «τυπικές μορφές κειμένων που συνδέουν διάφορα είδη παραγωγού, καταναλωτή, θέματος, μέσου, τρόπου και περίστασης», προσθέτοντας ότι «ελέγχουν τη συμπεριφορά των παραγωγών τέτοιων κειμένων, και τις προσδοκίες δυνητικών καταναλωτών» (Hodge & Kress 1988, 7). Τα genres μπορούν να θεωρηθούν ως συνιστώντα ένα είδος σιωπηρής συμφωνίας μεταξυ συγγραφέων και αναγνωστών.Από την παραδοσιακή ρομαντική σκοπιά, τα
genres θεωρούνται ως περιορισμοί και εμπόδια στη συγγραφική δημιουργικοτητα. Πάντως, οι σύγχρονοι θεωρητικοί, ακόμη και μέσα στις λογοτεχνικές σπουδές, απορρίπτουν τυπικά την άποψη αυτή (π.χ. Fowler 1982: 31). Ο Gledhill γράφει ότι μια άποψη για το θέμα είναι πως μερικοί από αυτούς που γράφουν μέσα σε ένα genre δουλεύουν σε δημιουργική ‘ένταση’ με τις συμβάσεις, προσπαθώντας να πετύχουν μια προσωπική παραβίασή τους (Gledhill 1985: 63). Από την άποψη των παραγωγών κειμένων μέσα στο genre ένα πλεονέκτημα των genres είναι οτι μπορούν να βασίζονται σε αναγνώστες, που έχουν ήδη γνώση και προσδοκίες για έργα μέσα στο genre αυτό. Ο Fowler σχολιάζει ότι «το σύστημα γενετικών προσδοκιών ισοδυναμεί με έναν κώδικα, η χρήση του οποίου (ή η απόκλιση από τον οποίο) κάνει τη σύνθεση οικονομικότερη» (Fowler 1989: 215). Τα genres μπορούν έτσι να θεωρηθούν ως ένα είδος στενογραφίας που υπηρετεί την αύξηση της «αποτελεσματικότητας» της επικοινωνίας. Μπορεί ακόμη να λειτουργούν ως μέσα αποτροπής της διάλυσης ενός κειμένου σε ‘ατομικισμό και ασυνεννοησία’ (Gledhill 1985: 63). Κι ενώ η συγγραφή μέσα σε ένα genre συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση κάποιων ‘δεδομένων’ συμβάσεων, κάθε έργο μέσα σε ένα genre συνεπάγεται επίσης την εφεύρεση κάποιων νέων στοιχείων.Όσον αφορά την ανάγνωση μέσα στα
genres μερικοί ισχυρίζονται ότι η γνώση των συμβάσεων genre οδηγεί σε παθητική κατανάλωση γενετικών κειμένων. Άλλοι ισχυρίζονται ότι για να κατανοηθούν κείμενα μέσα σε genres απαιτείται ενεργητική διαδικασία κατασκευής σημασίας (Knight 1994). Το genre προσφέρει ένα σημαντικό πλαίσιο αναφοράς που βοηθά τους αναγνώστες να αναγνωρίζουν, να επιλέγουν και να ερμηνεύουν κείμενα. Πράγματι, σε σχέση με τις διαφημίσεις ο Varda Langholz Leymore ισχυρίζεται ότι η κατανόηση από τους θεατές οποιουδήποτε ατομικού κειμένου εξαρτάται από το πώς το κείμενο αυτό σχετίζεται με το genre ως συνολο (Langholz Leymore 1975, ix). Κύριες ψυχολογικές λειτουργίες του genre είναι πιθανό να περιλαμβάνουν αυτές που είναι κοινές στη γενική κατηγορία – όπως η μείωση της συνθετότητας. Τα γενετικά πλαίσια μπορεί να λειτουργούν κάνοντας τη μορφή (συμβάσεις του genre) περισσότερο διάφανη για αυτούς που είναι εξοικειωμένοι με το genre, φέρνοντας στο προσκήνιο το χαρακτηριστικό περιεχόμενο των ατομικών κειμένων. Οι θεωρητικοί του genre μπορεί να βρίσκουν πολλά κοινά με τους θεωρητικούς του σχήματος στην ψυχολογία: καθώς πολύ από το genre είναι πλαίσιο μέσα στο οποίο κατανοούνται σχετικά κείμενα, ενώ σχήμα είναι ένα είδος νοητικού προτύπου εντός του οποίου κατανοούνται οι σχετικές εμπειρίες της καθημερινής ζωής. Από τη σκοπιά της θεωρίας των σχημάτων, τα genre είναι σχήματα κειμένων.Οποιοδήποτε κείμενο απαιτεί αυτό που μερικές φορές ονομάζεται ‘πολιτιστικό κεφάλαιο’ από την πλευρά του ακροατηρίου για να κατανοηθεί. Η γενετική γνώση είναι μια από τις δεξιότητες που απαιτούνται
(Allen 1989: 52, ακολουθώντας τη Charlotte Brunsdon). Όπως η περισσότερη από την καθημερινή μας γνώση, η γνώση genre είναι τυπικά σιωπηρή και θα ήταν δύσκολο για τους περισσότερους αναγνώστες να την εκφράσουν εν είδει λεπτομερούς και συνεπούς πλαισίου. Σαφώς χρειαζόμαστε να συναντήσουμε αρκετά παραδείγματα ενός genre για να αναγνωρίσουμε τα κοινά γνωρίσματα που το χαρακτηρίζουν. Ο Alastair Fowler εισηγείται ότι «οι αναγνώστες μαθαίνουν τα genres βαθμιαία, συνήθως μέσω ασυνείδητης εξοικείωσης» (Fowler 1989: 215). Υπάρχουν λίγα παραδείγματα εμπειρικής έρευνας του τρόπου με τον οποίον οι άνθρωποι αποκτούν πλαίσια στην καθημερινή ζωή. Πάντως, λίγες από τις σπουδές αυτές έγιναν με παιδιά όσον αφορά τα τηλεοπτικά genres.Σε μιαν εντατική μακροχρόνια μελέτη δώδεκα παιδιών από 2 έως 5 ετών, οι
Leona Jaglom και Howard Gardner (1981a, 1981b) παρατήρησαν την ανάπτυξη των διακρίσεων genre. Τα δίχρονα δεν αναγνώριζαν τις αρχές και τα τέλη των προγραμμάτων (Jaglom & Gardner, 1981b). Οι ερευνητές βρήκαν ότι για τα δίχρονα παιδιά η εξαφάνιση των ηθοποιών αποτελούσε πηγή θλίψης: «τα παιδιά στενοχωριούνται πολύ και μερικές φορές μάλιστα κλαίνε όταν οι αγαπημένοι τους τηλεοπτικοί χαρακτήρες εγκαταλείπουν την οθόνη» (Jaglom & Gardner, 1981a: 42): υπέθεσαν ότι αυτό το χαρακτηριστικό μπορεί να βοηθούσε την τελική αναγνώριση του genre των διαφημίσεων. Οι ερευνητές αναφέρουν την τάξη απόκτησης των κύριων διακρίσεων genre: διαφημίσεις (3.0-3.6), κινούμενο σκίτσο (3.7-3.11, νωρίς στο διάλειμμα), Sesame Street (3.7-3.11, αργά στο διάλειμμα), ειδήσεις (4.0-4.6), παιδικά σόου (4.0-4.6, αργά στο διάλειμμα), σόου για μεγάλους (4.0-4.6) (ibid.: 41). Ισχυρίζονται ότι «στα πρώτα χρόνια που προσπαθούν να τακτοποιήσουν τα στοιχεία του τηλεοπτικού κόσμου που τα συγχύζουν, τα παιδιά επικεντρώνοντα στη δημιουργία διακρίσεων μεταξύ σόου» (ibid.: 42).Ο
David Buckingham ανέλαβε κάποια εμπειρική διερεύνηση της κατανόησης των τηλεοπτικών genres από τα μεγαλύτερα παιδιά στο Ηνωμένο Βασίλειο (Buckingham 1993: 135-55). Σε γενικές συζητήσεις για την τηλεόραση με παιδιά ηλικίας από 8 έως 12 ετών, ο Buckingham βρήκε σημαντικές αποδείξεις ότι τα παιδιά χρησιμοποιούν έννοιες genre τόσο ρητά όσο και σιωπηρά».genre εχρησιμοποιείτο ως άρρητη δικαιολογία για να μεταβαίνουν από το ένα θέμα στο επόμενο. ΄Ετσι, η συζήτηση ενός προγράμματος κωμωδίας ήταν πιθανότερο να ακολουθείται από συζήτηση ενός άλλου προγράμματος κωμωδίας, μάλλον παρά προγραμμάτων ειδήσεων ή σαπουνόπερας. (Buckingham 1993: 139)Τα μεγαλύτερα παιδιά ήταν πιθανότερο να αναγνωρίσουν τι τους άρεσε και τι δεν τους άρεσε αναφερόμενα στη γενική κατηγορία, προτού δώσουν συγκεκριμένο παράδειγμα. Φαίνεται επίσης να έχουν ευρύτερο ρεπερτοριο όρων εδώ ή τουλάχιστον να τους χρησιμοποιούν τακτικότερα. Πάντως, υπήρχαν αποδείξεις ακόμη και για την ηλικιακά νεότερη ομάδα ότι το
Τότε ο
Buckingham ανέθεσε στα παιδιά, σε μικρές ομάδες, το έργο της κατάταξης σε ομάδες 30 περίπου καρτών με τους τίτλους τηλεοπτικών προγραμμάτων, που είχαν ήδη αναφερθεί σε συζητήσεις, προσφέροντας ελάχιστη καθοδήγηση ως προς τα κριτήρια της ταξινόμησής τους. Τα παιδιά έδειξαν επίγνωση ότι τα προγράμματα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν με κάμποσους τρόπους. Το genre ήταν μια από τις αρχές, την οποίαν όλες οι ομάδες (εκτός από τα πολύ μικρά παιδιά) χρησιμοποιούσαν στο έργο αυτό. Το ρεπερτόριο επιγραφών genre των παιδιών αυξανόταν με την ηλικία. Πάντως, ο Buckingham τονίζει ότι τα δεδομένα δεν αντανακλούν απλώς τη σταθερή αυξητική ανάπτυξη αλλά και ότι η γνωστική εξέλιξη από μόνη της δεν προσφέρει επαρκές υπόδειγμα (Buckingham 1993: 149). Προειδοποιεί επίσης ότι «θα ήταν λάθος να θεωρούμε τα δεδομένα ως απόδειξη προϋπαρχόντων «γνωστικών συλλήψεων από την πλευρά των παιδιών» (ibid.: 154) αφού όπως τονίζει η κατηγοριοποίηση είναι τόσο μια κοινωνική διαδικασία όσο και γνωστική. Πάντως, τα ευρήματά του προσφέρουν κάποιες ενδείξεις «ότι τα παιδιά αποκτούν προοδευτικά (ή τουλάχιστον καταφέρνουν να χρησιμοποιήσουν ένα genre διαλόγου καθώς ωριμάζουν – δηλαδή ένα σύνολο όρων που διευκολύνουν τη διαδικασία κατηγοριοποίησης, ή τουλάχιστον κάνουν κάποια είδη κατηγοριοποίησης δυνατά. Καθώς το ρεπερόριό τους για τους όρους επεκτείνεται, αυτό τα καθιστά ικανά να αναγνωρίζουν λεπτότερες διακρίσεις μεταξύ προγραμμάτων και να τα συγκρίνουν με μεγαλύτερη ποικιλία τρόπων (ibid.: 154).Ο
David Morley (1980) γράφει σε σχέση με τη διαφορική τηλεοπτική κοινωνική πρόσβαση στις ομιλίες ενός genre. Ο Buckingham βρήκε κάποια περιορισμένη απόδειξη ότι η κοινωνική τάξη είναι παράγων, με τα νεαρά παιδιά εργατικής τάξεως που χρησιμοποιούσαν μιαν ειδική συνεπή έννοια της σαπουνόπερας (ibid.: 149) και με την αναγνώριση μεταξύ μεγαλύτερων παιδιών μέσης τάξεως των περιορισμών των ομιλιών του genre «όπως η τάση να τονίζουν ομοιότητα σε βάρος της διαφοράς» (ibid.: 154). Τα δεδομένα δεν μπορούσαν, πάντως, να εξηγηθούν «σε όρους κοινωνικής τάξεως που καθορίζει απλώς την πρόσβαση σε ομιλίες» (ibid.: 149).Τα
genres δεν είναι απλώς γνωρίσματα κειμένων, αλλά πλαίσια που μεσολαβούν μεταξύ κειμένων, δημιουργών και ερμηνευτών. Ο Fowler ισχυρίζεται ότι «το genre καθιστά δυνατή την επικοινωνία περιεχομένου» (Fowler 1989: 215). Σίγουρα η ταξινόμηση ενός κειμένου σε ένα genre επηρεάζει το πώς διαβάζεται το κείμενο. Το genre περιορίζει τους δυνατούς τρόπους με τους οποίους το κείμενο ερμηνεύεται, καθοδηγώντας τους αναγνώστες ενός κειμένου προς μια προτιμητέα ανάγνωση (που είναι κατα κανόνα σύμφωνη με την κυρίαρχη ιδεολογία) – μολονότι αυτό δεν υπονοεί οτι οι αναγνώστες εμποδίζονται από του να «διαβάζουν αντίθετα προς το ρεύμα» (Fiske 1987: 114, 117; Feuer 1992: 144; Buckingham 1993: 136). Ο David Buckingham γράφει:Neighbours [μιαν Αυστραλιανή τηλεοπτική σαπουνόπερα], ως κωμωδία περιστάσεων – μια ανάγνωση που μπορεί να εστιάζεται λιγότερο σε συμπάθεια προς τα ψυχολογικά διλήμματα των ατομικών χαρακτήρων, και περισσότερο στα στοιχεία ηθοποιίας που διασπούν τον γενικά ‘φυσικό’ του τόνο. Μια περισσότερο αντιπολιτευτική στρατηγική θα συνεπαγόταν άμεση ανατροπή της γενετικής ανάγνωσης στην οποία προσκαλεί το κείμενο – παραδείγματος χάριν – να διαβάζουμε τις Ειδήσεις ως φαντασία, ή ακόμη ως σαπουνόπερα (cf. Fiske 1987). (Buckingham 1993: 136)Θα μπορούσαμε οπωσδήποτε να διαβάσουμε το
Όπως το θέτει ο
David Bordwell, «το να βγάλει κανείς αναφορική σημασία από το φιλμ απαιτεί μερικές πράξεις ‘πλαισίωσής’του: ως φανταστικό, ως χολλυγουντιανό φιλμ, ως κωμωδία, ως φιλμ του Steve Martin, ως ‘καλοκαιρινό φιλμ’ και τα λοιπά» (Bordwell 1989: 146).Τα
genres προσφέρουν ένα σημαντικό τρόπο πλαισίωσης κειμένων που υποβοηθεί την κατανόηση. Η γνώση του genre προσανατολίζει τους έμπειρους αναγνώστες προς κατάλληλες στάσεις, υποθέσεις και προσδοκίες για ένα κείμενο, που είναι χρήσιμες για να το κατανοήσει. Πράγματι, ένας τρόπος ορισμού των genres είναι «ένα σύνολο προσδοκιών» (Neale 1980: 51). Ο John Corner γράφει ότι «το genre αποτελεί κύριο παράγοντα στην κατεύθυνση της επιλογής του ακροατηρίου και των προσδοκιών του … και στην οργάνωση των υποσυνόλων των πολιτιστικών δεξιοτήτων και κλίσεων που είναι απαραίτητες για την παρακολούθηση, την ακρόαση και την ανάγνωση διαφορετικών πραγμάτων» (Corner 1991: 276). Η αναγνώριση ότι ένα κείμενο ανήκει σε κάποιο συγκεκριμένο genre μπορεί να βοηθήσει, επί παραδείγματι, να καταστήσει δυνατή την εξαγωγή κρίσεων για την ‘πραγματική κατάσταση’ του κειμένου (πιο βασικά, για το αν είναι φανταστικό ή μη-φανταστικό). Η υπαγωγή ενός κειμένου σε ένα genre δημοιυργεί αρχικές προσδοκίες. Μερικές από αυτές μπορεί να αμφισβητούνται μέσα σε ατομικά κείμενα (π.χ. ένα φιλμ αστυνομικό στο οποίο ο δολοφόνος αποκαλύπτεται εξ αρχής).Έμπειροι αναγνώστες ενός
genre δεν παθαίνουν πάντοτε σύγχυση όταν μερικές από τις αρχικές τους προσδοκίες δεν επαληθεύονται – το πλαίσιο του genre μπορεί να θεωρηθεί ότι προσφέρει ‘αυτόματες’ προσδοκίες που δρούν ως αρχικό σημείο για την ερμηνεία μάλλον παρά ως περιοριστικό πλαίσιο. Πάντως, η αμφισβήτηση ιδιαίτερα πολλών συμβατικών προσδοκιών για το genre θα απειλούσε την ακεραιότητα του κειμένου. Η οικειότητα με ένα genre καθιστά τους αναγνώστες ικανούς να δημιουργήσουν πραγματοποιήσιμες προβλέψεις για τα γεγονότα μιας αφήγησης. Η άντληση από τη γνώση άλλων κειμένων μέσα στο ίδιο το genre βοηθά τους αναγνώστες να διακρίνουν τις περίοπτες από τις μη περίοπτες πληροφορίες αφήγησης σ’ ένα ατομικό κείμενο.Η
Sonia Livingstone ισχυρίζεται ότι :genres καθορίζουν διάφορα ‘συμβόλαια’ για διαπραγμάτευση μεταξύ του κειμένου και του αναγνώστη… που δημιουργούν προσδοκίες σε κάθε πλευρά για τη μορφή της επικοινωνίας…,τις λειτουργίες της…, την επιστημολογία της…, και το επικοινωνιακό πλαίσιό της (δηλαδή τους μετόχους, τη δύναμη του θεατή, την ανοικτότητα του κειμένου, και το ρόλο του αναγνώστη). (Livingstone 1994: 252-3)Διαφορετικά
Προσθέτει ότι
: «αν διαφορετικά genres καταλήγουν σε διαφορετικούς τρόπους διαλόγου κειμένου-αναγνώστη, αυτοί οι τελευταίοι μπορεί να καταλήξουν σε διαφορετικούς τύπους εμπλοκής…: να είναι κριτικοί ή εύπιστοι, αντιδραστικοί ή επιδοκιμαστικοί, αφηρημένοι ή απορροφημένοι, απαθείς ή κινητρωμένοι (motivated)» (Livingstone 1994: 253).Η αναγνώριση ενός κειμένου ως μέρους ενός
genre (όπως στα περιοδικά που καταχωρούν τηλεοπτικά προγράμματα ή στις υποδιαιρέσεις τίτλων των καταστημάτων ενοικίασης βιντεοκασσετών) εξουσιοδοτεί τους δυνητικούς αναγνώστες να αποφασίσουν πόσο πιθανό είναι να τους αρέσουν. Οι άνθρωποι μοιάζει να αντλούν ποικιλία απολαύσεων από την ανάγνωση κειμένων μέσα σε genres που είναι προσανατολισμένα προς την διασκέδαση. Η έρευνα ‘χρήσεων και απολαύσεων’ αναγνώρισε πολλές από αυτές σε σχέση με τα μαζικά μέσα. Τέτοιες δυνητικές απολαύσεις ποικίλλουν ανάλογα με το genre, αλλά περιλαμβάνουν τα παρακάτω:genre λόγω της εξοικείωσής μας με αυτό. Η αναγνώριση αυτού που είναι πιθανόν να είναι σημαντικό (και αυτού που δεν είναι) προερχόμενη από τη γνώση μας για το genre είναι αναγκαία για την παρακολούθηση της πλοκής.
- Μιά απόλαυση μπορεί να είναι απλώς η αναγνώριση των γνωρισμάτων ενός συγκεκριμένου
Περιεχόμενα