Στη Βρεταννία και την Ευρώπη, οι νεο-μαρξιστικές προσεγγίσεις ήταν συνηθισμένες μεταξύ των θεωρητικών των επικοινωνιακών μέσων από το τέλος της δεκαετίας του 1960 κι έως την αρχή της δεκαετίας του 1980, ενώ οι μαρξιστικές επιδράσεις, αν και λιγότερο κυρίαρχες σήμερα, έχουν ακόμη ευρεία διάδοση. Έτσι είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς τις κύριες μαρξιστικές έννοιες, όταν αναλύει τα μαζικά μέσα επικοινωνίας. Πάντως, δεν υπάρχει απλή μαρξιστική σχολή κι η ορολογία μοιάζει συχνά αδιαπέραστη για τον αμύητο. Οι σημειώσεις αυτές σχεδιάζονται για να δώσουν έναν οδηγό κάποιων σημαντικών εννοιών.
Οι θεωρητικοί του Μαρξισμού τείνουν να δώσουν έμφαση στο ρόλο, που παίζουν τα μαζικά μέσα επικοινωνίας για να αναπαραγάγουν την καθεστηκυία τάξη, σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους πλουραλιστές, που δίνουν έμφαση στο ρόλο των μέσων για να προαγάγουν την ελευθερία του λόγου. Η άνοδος του νεομαρξισμού στις κοινωνικές επιστήμες αντιπροσώπευε εν μέρει μιαν αντίδραση εναντίον των ‘λειτουργιστικών’ μοντέλων της κοινωνίας. Οι Λειτουργιστές αναζητούν την εξήγηση των κοινωνικών θεσμών σε όρους των συνεκτικών λειτουργιών τους μέσα σε ένα αλληλένδετο, κοινωνικοπολιτιστικό σύστημα. Ο λειτουργισμός δε λάβαινε υπόψη του την κοινωνική πάλη, ενώ ο μαρξισμός προσέφερε χρήσιμες ενοράσεις στην πάλη των τάξεων.
Την εποχή της ανόδου του νεο-μαρξισμού στη θεωρία μέσων στην Ευρώπη (κυρίως το 1970 και στην αρχή του 1980), η κύρια μη μαρξιστική παράδοση ήταν αυτή του φιλελεύθερου πλουραλισμού (ο οποίος ήταν η κύρια προσέγγιση στις ΗΠΑ από το 1940 κι εφεξής)
(ίδε Hall 1982: 56-65). Όπως το έθεσαν οι Gurevitch et al.:
Halloran ονομάζει ‘πλουραλιστικές αξίες της κοινωνίας’ που τους δίνει τη δυνατότητα να «συμμορφώνονται, να συμβιβάζονται, να προκαλούν ή να απορρίπτουν». (Gurevitch et al. 1982: 1)Οι πλουραλιστές βλέπουν την κοινωνία ως ένα σύμπλεγμα ανταγωνιζομένων ομάδων και ενδιαφερόντων, κανένα από τα οποία δεν υπερισχύει συνεχώς. Οι οργανισμοί των μέσων μαζικής ενημέρωσης θεωρούνται ως οριοθετημένα οργανωτικά συστήματα, που απολαμβάνουν σημαντικού βαθμού αυτονομίας από το κράτος, τα πολιτικά κόμματα και τις θεσμοθετημένες ομάδες πίεσης. Ο έλεγχος των μέσων λέγεται ότι είναι στα χέρια μιας αυτοδύναμης ελίτ μάνατζερ που επιτρέπουν σημαντικό βαθμό ευελιξίας στους επαγγελματίες των μέσων. Μια βασική συμμετρία φαίνεται να υπάρχει μεταξύ θεσμών μέσων και των ακροατηρίων τους, αφού με τα λόγια του McQuail η “οι σχέση συνάπτεται συνήθως εκούσια και με εμφανώς ίσους όρους»…και τα ακροατήρια φαίνονται ικανά να χειρίζονται τα μέσα με μιαν άπειρη ποικιλία τρόπων σύμφωνα με τις προγενέστερες ανάγκες και διαθέσεις τους και έχοντας πρόσβαση σαυτό που ο
Σε αντίθεση, συνεχίζουν:
(ibid.)Οι μαρξιστές θεωρούν την καπιταλιστική κοινωνία ως κοινωνία κυριαρχημένη από τις τάξεις: τα μέσα θεωρούνται μέρος μιας ιδεολογικής αρένας στην οποία αγωνίζονται διάφορες ταξικές απόψεις, αν και μέσα στο περιβάλλον της κυριαρχίας ωρισμένων τάξεων, ο απώτερος έλεγχος συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Οι επαγγελματίες των μέσων, ενώ απολαμβάνουν την ψευδαίσθηγη της αυτονομίας, κοινωνικοποιούνται μέσα σ’αυτήν και υιοθετούν τους κανόνες της κυρίαρχης κουλτούρας. Τα μέσα, λαμβανόμενα ως σύνολο, αναμεταδίδουν ερμηνευτικά πλαίσια συμβατά με τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και τα ακροατήρια των μαζικών μέσων, ενώ μερικές φορές διαπραγματεύονται και αμφισβητούν τα πλαίσια αυτά, δε διαθέτουν άμεση πρόσβαση σε εναλλακτικά συστήματα σημασίας, που θα τους επέτρεπαν να απορρίψουν τους ορισμούς που προσφέρουν τα μέσα εις όφελος συνεπών αντιπολιτευτικών ορισμών.